Πέμπτη 21 Απριλίου 2016

Περί βλεμμάτων

Όλοι έχουμε ανάγκη να μας κοιτάνε . Ανάλογα με τί είδους είναι το βλέμμα κάτω απ΄το οποίο θέλουμε να ζούμε , μπορούμε να καταταγούμε σε 4 κατηγορίες:

α) Η πρώτη  αναζητάει το βλέμμα ενός ατέλειωτου αριθμού ανώνυμων ματιών, μ’ άλλα λόγια  το βλέμμα του κοινού.

β) Στην δεύτερη κατηγορία εκείνοι που δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς το βλέμμα ενός πλήθους γνώριμων ματιών .

γ)Τρίτη η κατηγορία  αυτών που έχουν ανάγκη να βρίσκονται κάτω από το βλέμμα του αγαπημένου προσώπου .

δ)Τέλος η τέταρτη η πιο σπάνια αυτών που ζουν  κάτω απ΄τα  φανταστικά βλέμματα πλασμάτων που είναι απόντα.Είναι οι ονειροπόλοι.

απόσπασμα, "Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι" - Μίλαν Κούντερα 

Παρασκευή 8 Απριλίου 2016

in girum imus nocte et consumimur igni

Το κοινό του κινηματογράφου, που ποτέ δεν υπήρξε πολύ αστικό και που σχεδόν έπαψε πιά να είναι λαϊκό, στρατο­λογείται έφ' έξης, σχεδόν εξολοκλήρου, από ένα και μόνο κοινωνικό στρώμα, που έχει έξάλλου πολύ διευρυνθεί: το στρώμα των μικροϋπαλλήλων πού έχουν εξειδικευθεί στις διάφορες εργασίες των «υπηρεσιών», αυτών που το σύγ­χρονο παραγωγικό σύστημα έχει τόσο επιτακτικά ανάγκη: διαχείριση, έλεγχος, συντήρηση, έρευνα, εκπαίδευση, προ­παγάνδα, διασκέδαση και ψευτοκριτική.
Αυτό καί μόνο αρκεί για να μας φανερώσει το ποιόν τους. Θα πρέπει βέβαια να συμπεριλάβουμε στο κοινό αυτό που εξακολουθεί να πηγαίνει στο σινεμά, και το ίδιο αυτό είδος, σε νεότερη ηλικία, όταν βρίσκεται ακόμη στο στάδιο της συνοπτικής μαθητείας στα ποικίλα αυτά καθήκοντα στελέχωσης (σ.σ. φοιταριάτο).
Μπορούμε ήδη να αναγνωρίσουμε, από το ρεαλισμό και τα επιτεύγματα του περίφημου αυτού συστήματος, τις προσωπικές ικανότητες των εκτελεστικών οργάνων πού διαμόρφωσε. Και πράγματι οι άνθρωποι αυτοί γελιούνται στα πάντα καί δεν μπορούν παρά να παραλογίζονται με ψέματα. Είναι φτωχοί μισθωτοί που νομίζουν πως είναι ιδιοκτήτες, πλανημένοι αδαείς που θεωρούν τους εαυτούς τους μορφωμένους, νεκροί που νομίζουν ότι ψηφίζουν. Πόσο σκληρά τους μεταχειρίστηκε ο τρόπος παραγωγής!
Από πρόοδο σε προαγωγή, έχασαν και τα λίγα που είχαν, καί κέρδισαν κάτι πού κανείς δέν επιθυμούσε.
Συλλέγουν τις αθλιότητες και τις ταπεινώσεις όλων των συστημάτων εκμετάλλευσης του παρελθόντος· το μόνο στοιχείο τους που αγνοούν είναι η εξέγερση.
Μοιάζουν πολύ με τους δούλους γιατί είναι μαζικά και στενόχωρα στοιβαγμένοι σε κτίρια άσχημα, θλιβερά καί ανθυγιεινά.
Γιατί τρέφονται άσχημα με τροφές μολυσμένες και άγευστες, και νοσηλεύο­νται άσχημα οταν πάσχουν από διαρκώς ανανεούμενες αρρώστιες.
Βρίσκονται συνεχώς κάτω από ταπεινωτική παρακολούθηση, ενώ συντηρείται ο εκσυγχρονισμένος αναλφαβητισμός τους και οι θεαματικές δεισιδαιμονίες τους που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των αφεντικών τους. Έχουν μεταφυτευτεί μακριά από τις επαρχίες ή τίς γειτονιές τους σ' ένα καινούργιο κι εχθρικό τοπίο καθώς βολεύει τις συγκεντρωτικές απαιτήσεις της σημερινής βιο­μηχανίας.
Δεν είναι παρά αριθμοί σε γραφικές παραστάσεις που κατασκευάζουν ηλίθιοι.

απόσπασμα από την ταινία του Γκυ Ντεμπόρ - in girum...

Παρασκευή 1 Απριλίου 2016

Περί βραδύτητας

"Γιατί χάθηκε η ηδονή της βραδύτητας; Α, πού πήγαν οι παλιοί αργόσχολοι; Πού είναι αυτοί οι φυγόπονοι ήρωες των λαϊκών τραγουδιών, αυτοί οι πλάνητες που χαζεύουν από μύλο σε μύλο και κοιμούνται στο ύπαιθρο; Άραγε χάθηκαν μαζί με τους χωματόδρομους, μαζί με τα λιβάδια και τα ξέφωτα, μαζί με τη φύση; Μια τσέχικη παροιμία δίνει τον ορισμό της γλυκιάς απραξίας τους με μια μεταφορά: κοιτάζουν τα παράθυρα του καλού Θεού. Όποιος κοιτάζει τα παράθυρα του καλού Θεού δεν βαριέται, είναι ευτυχής. Στον κόσμο μας η αργία μεταβλήθηκε σε αεργία, που είναι τελείως άλλο πράγμα: ο άεργος είναι στερημένος, βαριέται, αναζητάει μονίμως την κίνηση που του λείπει.
Κοιτάζω στο καθρεφτάκι: πάντα το ίδιο αυτοκίνητο, που δεν μπορεί να με προσπεράσει εξαιτίας της αντίθετης κυκλοφορίας. Πλάι στον οδηγό κάθεται μια γυναίκα. Γιατί δεν της διηγείται κάτι αστείο; Γιατί δεν ακουμπάει την παλάμη του στο γόνατό της; Απεναντίας, αναθεματίζει τον αυτοκινητιστή μπροστά του που δεν τρέχει γρήγορα, και η γυναίκα δεν σκέφτεται κι εκείνη να αγγίξει τον οδηγό με το χέρι, σοφάρει νοερά μαζί του και με αναθεματίζει κι αυτή"

Μίλαν Κόυντερα - Η Βραδύτητα (απόσπασμα)