Παρασκευή 25 Οκτωβρίου 2013

Κινούμενη άμμος


O Χέγκελ δεν είχε καμιά αμφιβολία: η μονομαχία του σκλάβου με τον αφέντη θα έληγε μοιραία με τη νίκη του πρώτου. Αυτό που ξέχασε να πει όμως ο Γερμανός φιλόσοφος ήταν πού εκτυλισσόταν αυτή η μάχη. Ένας ζωγράφος σαν τον Γκόγια δεν θα μπορούσε ασφαλώς να επιτρέψει μια τέτοια παράλειψη. Κι αν στον πίνακά του «Μονομαχία με ρόπαλα» δεν είναι σαφές ποιος από τους δύο άνδρες θα νικήσει, το σίγουρο είναι πως όσο περισσότερο πολεμούν τόσο περισσότερο θα βυθίζονται. Ο λόγος είναι απλός: η μονομαχία γίνεται σε κινούμενη άμμο.

Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Να καταλαβαίνεις

Να μη γελάς, να μην θρηνείς, να μην απεχθάνεσαι, αλλά να καταλαβαίνεις! λέει ο Σπινόζα, όσο απλά και θεία του αρμόζει. Όμως, σε τελική ανάλυση, τι είναι αυτό το "να καταλαβαίνεις" εκτός από την μορφή με την οποία νιώθουμε τα άλλα τρία ταυτόχρονα; Ένα αποτέλεσμα των διαφορετικών και αμοιβαία αντίθετων επιθυμιών να γελάσουμε, να θρηνήσουμε και να δείξουμε αποστροφή; [...] Προϋποθέτουμε ότι η κατανόηση πρέπει να είναι κάτι συμφιλιωτικό, δίκαιο, και καλό --κάτι που στέκεται ουσιαστικά ενάντια στα ένστικτα-- ενώ στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια κάποια συμπεριφορά των ενστίκτων του ενός απέναντι στο άλλο.

Φρ. Νίτσε, Η χαρούμενη επιστήμη

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Παγκόσμια βιβλιοθήκη

Προσφέροντας σε όλους ένα συνεχώς αυξανόμενο αριθμό γνώσεων, το Διαδίκτυο πραγματοποιεί, άραγε, το όνειρο του Διαφωτισμού ή μήπως προετοιμάζει τον εφιάλτη μίας γνώσης για το κοινό παραδομένης στις ιδιωτικές επιθυμίες ; Χάρη στο Google, ή μάλλον εξαιτίας του, αυτές οι ερωτήσεις δεν είναι πια καθόλου αφηρημένες. Τα τέσσερα τελευταία χρόνια, η διάσημη μηχανή αναζήτησης ψηφιοποίησε και ανέβασε στο Διαδίκτυο εκατομμύρια έργα από τον πλούτο των μεγαλύτερων πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών.
Για τους συγγραφείς και τους εκδότες, το εγχείρημα αποτέλεσε κατάφορη παραβίαση της πνευματικής ιδιοκτησίας. Μετά από μακρές διαπραγματεύσεις οι δύο πλευρές κατέληξαν σε μία συμφωνία η οποία θ’ αλλάξει εντελώς τον τρόπο με τον οποίο τα βιβλία φτάνουν στους αναγνώστες τους. Παρόλο που τα οικονομικά καθώς και τα όρια νομιμότητας του καινούργιου χώρου, που εγκαινιάζεται από τη συμφωνία, παραμένουν αβέβαια, ο σκοπός των διευθυντών των βιβλιοθηκών παραμένει σαφής : να ανοίξουν τις συλλογές τους και να τις καταστήσουν διαθέσιμες σε οποιοδήποτε αναγνώστη και τόπο. Σχέδιο φαινομενικά απλό, που όμως παρεμποδίζεται ακατάπαυστα από κοινωνικούς περιορισμούς και οικονομικά συμφέροντα. Με τον ίδιο τρόπο όπως και η παγκόσμια Δημοκρατία των Γραμμάτων, πριν από δύο αιώνες.
Ο 18ος αιώνας, ο αιώνας του Διαφωτισμού, διακήρυττε καθολική εμπιστοσύνη στον κόσμο των ιδεών, τον οποίο οι Εγκυκλοπαιδιστές αποκαλούσαν Δημοκρατία των Γραμμάτων. Ένας χώρος χωρίς αστυνομία, ούτε σύνορα και δίχως άλλες ανισότητες πέρα από αυτές του ταλέντου. Οποιοσδήποτε μπορούσε να εγκατασταθεί εκεί, αρκεί ν’ ασκούσε στο ελάχιστο ένα από τα δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ιδιότητάς του ως πολίτης, δηλαδή τη γραφή και την ανάγνωση. Οι συγγραφείς να εκφράζουν ιδέες και οι αναγνώστες να τις κρίνουν. Επηρεασμένοι από την ισχύ της λέξεως έντυπο, τα επιχειρήματα μεταδίδονταν σε ομόκεντρους κύκλους και μόνο τα πιο πειστικά υπερίσχυαν.
Κατά τη διάρκεια αυτής της χρυσής εποχής του γραπτού λόγου, οι λέξεις κυκλοφορούσαν επίσης και μέσω της επιστολικής οδού. Ξεφυλλίζοντας τη μεγάλη αλληλογραφία του Βολτέρου, του Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, του Μπένζαμιν Φρανκλίν και του Τόμας Τζέφερσον, δηλαδή πενήντα τόμοι για τον καθένα τους, βυθιζόμαστε στην καρδιά της Δημοκρατίας των Γραμμάτων. Οι τέσσερεις συγγραφείς διαπραγματεύονταν σημαντικά ζητήματα της εποχής τους σε ασταμάτητη ροή αλληλογραφίας, η οποία, ενώνοντας την Ευρώπη και την Αμερική, παρουσίαζε ήδη τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ενός υπερατλαντικού δικτύου πληροφοριών. Θα σταθώ ιδιαίτερα στην αλληλογραφία του Τόμας Τζέφερσον (1743-1826) και του Τζέιμς Μάντισον (1751-1836). Τους άρεσε να μιλάνε για τα πάντα, κυρίως για το Αμερικάνικο Σύνταγμα κατά τη περίοδο της σύνταξής του, στην οποία ο Μάντισον συμμετέχει από τη Φιλαδέλφεια ενώ ο Τζέφερσον εκπροσωπεύει την καινούργια Δημοκρατία στο Παρίσι. Μιλούν επίσης για βιβλία, διότι ο Τζέφερσον λατρεύει να ανατρέχει στις βιβλιοθήκες της πρωτεύουσας και αγοράζει, συχνά, έργα για το φίλο του. Η « εγκυκλοπαίδεια » του Ντενί Ντιντερό είναι μέρος των αγορών του. Ο Τζέφερσον θεωρεί πώς βρήκε μια καταπληκτική ευκαιρία, συγχέει, όμως, μια ανατύπωση με την πρώτη έκδοση…
Τι συναρπαστική που είναι η εικόνα δύο μελλοντικών προέδρων των Ηνωμένων Πολιτειών να συζητάνε για βιβλία στο Δίκτυο του Διαφωτισμού. Αλλά προτού να εγκαταλειφθούμε σε αυτήν, αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι η Δημοκρατία των Γραμμάτων ήταν δημοκρατική μόνο στις αρχές της. Στη πραγματικότητα, ανήκε στους πλούσιους και τους αριστοκράτες. Πράγματι, αδυνατώντας να ζήσουν από τη γραφή τους, η πλειονότητα των συγγραφέων ήταν εξαναγκασμένοι να κολακεύουν τους ισχυρούς, να ζητούν αργομισθίες, να διακονεύουν μία θέση σε κάποια ελεγχόμενη από το κράτος εφημερίδα, να ξεγελούν τη λογοκρισία και να ανοίγουν δρόμο μέσα από τα σαλόνια και τις Ακαδημίες, εκεί οπού η φήμη του καθενός φτιάχνονταν και χαλούσε. Ανίκανοι να γλυτώσουν από την ταπείνωση που τους επέβαλαν οι προστάτες τους, τσακώνονταν οι μεν με τους δε, όπως το μαρτυρά η διένεξη μεταξύ Βολτέρου και Ρουσσώ.
Αφού διάβασε το έργο του Ρουσσώ « Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους », ο συγγραφέας του « Καντίντ » του έγραψε το 1755 : « Έλαβα, κύριε, το νέο σας βιβλίο κατά του ανθρώπινου είδους (…) Κανείς ποτέ δεν χρησιμοποίησε τέτοιο πνεύμα για να μας καταστήσει ανόητους Μας έρχεται η επιθυμία να μπουσουλίσουμε κάθε φορά που διαβάζουμε το έργο σας ». Ο Ρουσσώ θα του απαντήσει πέντε χρόνια αργότερα : « Κύριε, (…) σας μισώ ».
Οι κοινωνικές διαφορές όξυναν τις προσωπικές διαμάχες. Όχι μόνο δε λειτούργησε ως Αγορά ισότιμων, αλλά η Δημοκρατία των Γραμμάτων υπέφερε από ένα κακό, που ροκάνιζε όλες τις κοινωνίες του 18ου αιώνα : τα προνόμια. Και δεν περιορίζονταν στην αριστοκρατική σφαίρα, αλλά στη Γαλλία, εφαρμόζονταν επιπλέον στον κόσμο των ιδεών, κυρίως στους τυπογράφους και τους βιβλιοπώλες, υποτελείς των μονοπωλιακών σωματείων, καθώς και στα βιβλία, τα οποία δεν μπορούσαν να εκδοθούν χωρίς τη συγκατάθεση του βασιλιά και της λογοκρισίας.
Μπορούμε να αναλύσουμε το σύστημα, με βάση την κοινωνιολογία της γνώσης και ιδιαίτερα την έννοια, την οποία ανέπτυξε ο Πιέρ Μπουρντιέ, της λογοτεχνίας, ως πεδίου στο οποίο οι αντιτιθέμενες θέσεις ακολουθούν τους κανόνες ενός παιχνιδιού λιγότερο ή περισσότερο αυτόνομου απέναντι στις δεσπόζουσες δυνάμεις της κοινωνίας. Ωστόσο, δεν είναι ανάγκη να γίνουμε οπαδοί της Σχολής του Μπουρντιέ για να διαπιστώσουμε ότι η λογοτεχνική ζωή απέχει πολύ από τα ιδανικά του Διαφωτισμού. Παρά τις γενικές της αρχές, η Δημοκρατία των Γραμμάτων αποτελούσε έναν κλειστό κόσμο, απροσπέλαστο στους μη προνομιούχους. Κι όμως, πάντα θεωρούσα το Διαφωτισμό ως τον καλύτερο συνήγορο υπέρ του ανοίγματος γενικότερα και συγκεκριμένα της ελεύθερης πρόσβασης στα βιβλία.
Σήμερα, στον κόσμο των ερευνητικών και εικονικών βιβλιοθηκών, οι αρχές και η πραγματικότητα αντιτίθενται, άραγε, όπως γινόταν και στον 18ο αιώνα ; Μία συναδέλφους μου, διηγείται ότι συχνά ακούει ένα συγκαταβατικό σχόλιο σε κοινωνικές συναθροίσεις : « μια βιβλιοθηκονόμος, τι ωραία… Πείτε μου, με τι μοιάζει η δουλειά του βιβλιοθηκονόμου ; » Κι εκείνη δίνει πάντα την ίδια απάντηση : « Είναι προπάντων μία υπόθεση χρημάτων και εξουσίας ».
Κι όμως, οι πιο πολλοί από μας δε ζητούν παρά να συνυπογράψουν τις θεμελιώδεις αρχές των μεγάλων δημόσιων βιβλιοθηκών. « Ελεύθερη πρόσβαση », μπορούμε να διαβάσουμε πάνω από την είσοδο της βιβλιοθήκης της Βοστόνης. Στο μάρμαρο της βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης τα λόγια του Τζέφερσον είναι χαραγμένα με χρυσά γράμματα « θεωρώ την εκπαίδευση ως το καλύτερο μέσο βελτίωσης της ανθρώπινης υπόστασης, προώθησης της αρετής και εξασφάλισης της ευτυχίας των ανθρώπων ».
Η δημοκρατία μας, χτίστηκε στην ίδια βάση με τη Δημοκρατία των Γραμμάτων : την εκπαίδευση. Για τον Τζέφερσον, ο Διαφωτισμός αντλούσε την αίγλη του από τους συγγραφείς και τους αναγνώστες, από τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες κυρίως αυτές του Κογκρέσου, του Μοντιτσέλο (όπου διέμενε ο Τζέφερσον) και του πανεπιστημίου της Βιρτζίνια. Η εμπιστοσύνη στη δύναμη χειραφέτησης των λέξεων είναι καταχωρημένη στο πρώτο κεφάλαιο του Αμερικάνικου Συντάγματος, το οποίο υπάγει τα πνευματικά δικαιώματα -αναγνωρισμένα μόνο « για περιορισμένη διάρκεια »- στην ανώτατη αρχή της « προόδου της επιστήμης και των ωφέλιμων τεχνών ». Οι πατέρες θεμελιωτές αναγνώριζαν το συγγραφικό δικαίωμα της δίκαιης ανταμοιβή της πνευματικής εργασίας, αλλά υπογράμμιζαν την υπεροχή του γενικού συμφέροντος προς όφελος του ατομικού.
Πώς να αξιολογήσουμε το αντίστοιχο κύρος των δύο αξιών ; Οι συντάκτες του Συντάγματος δεν αγνόησαν ότι ο όρος της πνευματικής ιδιοκτησίας (copyright) επινοήθηκε στη Μεγάλη Βρετανία το 1710, στα πλαίσια του νόμου επονομαζόμενου « Statute of Anne ». Η νομοθεσία αποσκοπούσε στο να περιορίσει την παντοδυναμία των εκδοτών και « να ενθαρρύνει την εκπαίδευση ». Παραχωρούσε στους συγγραφείς την πλήρη κυριότητα των έργων τους για μία περίοδο 14 ετών, ανανεώσιμη μία φορά μόνο. Οι εκδότες επιχείρησαν να υπερασπιστούν το μονοπώλιο τους, προβάλλοντας το δικαίωμα αποκλειστικής και συνεχούς δημοσίευσης, εγγυημένο κατά την άποψη τους από το εθιμικό δίκαιο. Μετά από επανειλημμένες προσφυγές στα δικαστήρια, έχασαν οριστικά, στην υπόθεση Ντόναλντσον κατά Μπέκετ, το 1774.
Όταν, δεκατρία χρόνια αργότερα, οι Αμερικάνοι συνέταξαν το Σύνταγμά τους, δανείστηκαν την ως τότε επικρατούσα άποψη στην Αγγλία. Μία περίοδος 28 ετών, φαίνονταν αρκετά μεγάλη για να διαφυλάξει τα συμφέροντα συγγραφέων και εκδοτών. Πέρα από αυτό, πρέπει να υπερισχύσει το κοινό συμφέρον. Το 1790, ο πρώτος νόμος πνευματικής ιδιοκτησίας, προορισμένος κι αυτός για την « ενθάρρυνση της εκπαίδευσης », εμπνεύστηκε από το Βρετανικό μοντέλο, υιοθετώντας μία περίοδο δεκατεσσάρων ετών ανανεώσιμων μία φορά μόνο. Ποια είναι η διάρκεια της πνευματικής ιδιοκτησία στις μέρες μας ; Σύμφωνα με το νόμο του 1998, το « Sonny Bono Copyright Term Extension Act » (o οποίος ονομάζεται επίσης « Νόμος Μίκυ » διότι η φιγούρα του Ντίσνεϋ παραλίγο να εκπέσει τότε στο Δημόσιο Τομέα), το συγγραφικό δικαίωμα εφαρμόζεται σε ένα έργο για όσο καιρό ο συγγραφέας του βρίσκεται στη ζωή και στη συνέχεια για άλλα εβδομήντα χρόνια μετά το θάνατό του. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι το συμφέρον του συγγραφέα και των δικαιούχων προέχει κάθε άλλου συμφέροντος για περισσότερο από ένα αιώνα. Το μεγαλύτερο μέρος των αμερικανικών βιβλίων, τα οποία εκδόθηκαν κατά τον εικοστό αιώνα, δεν έχουν ακόμα περιέλθει στο δημόσιο τομέα. Στο Διαδίκτυο, η ελεύθερη πρόσβαση στη πολιτισμική μας κληρονομιά, ασκείται, γενικά μόνο για τα προγενέστερα της 1ης Ιανουαρίου 1923 έργα, ημερομηνία από την οποία και μετά η πλειονότητα των εκδοτών κατοχύρωσε τα πνευματικά τους δικαιώματα. Θα παραμείνει έτσι για πολύ καιρό ακόμη, εκτός, βέβαια, κι αν ιδιωτικές εταιρείες αναλάβουν την ψηφιοποίηση των εμπορευμάτων, τη διαμόρφωσή τους και τη διάθεσή τους στο εμπόριο προς όφελος των μετόχων τους. Για την ώρα, βρισκόμαστε σε μια παράλογη κατάσταση, όπου το « Μπάμπιτ », το μυθιστόρημα του Σινκλέρ Λιούις, το οποίο εκδόθηκε το 1922 έχει περιέλθει στο Δημόσιο Τομέα ενώ για το « Ελμερ Γκάντρι », το οποίο εκδόθηκε το 1927, ισχύει το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας μέχρι το 2022.
Το να περάσουμε από τις θεμελιώδεις αρχές που διακήρυξαν οι πατέρες θεμελιωτές στα ήθη της σημερινής πολιτισμικής βιομηχανίας, σημαίνει να πέσουμε από τον ουρανό του Διαφωτισμού στο μικρό ρυάκι της του παγκόσμιου καπιταλισμού. Παρόλο που χρησιμοποιήσαμε την κοινωνιολογία της γνώσης -σύμφωνα με τον Μπουρντιέ- για να εξετάσουμε τη σημερινή εποχή, διαπιστώνουμε ότι ζούμε σε ένα κόσμο κατευθυνόμενο από το Μίκυ.
Η Δημοκρατία των Γραμμάτων μετατράπηκε σε επαγγελματική Δημοκρατία της Γνώσης και να τη που προσφέρεται στους ερασιτέχνες, με την καλύτερη έννοια του όρου, εκείνους ανάμεσα στους απλούς πολίτες που είναι ερωτευμένοι με τη γνώση. Το άνοιγμα επιχειρείται παντού μέσω της πρόσβασης σε ψηφιοποιημένα άρθρα τα οποία δημοσιεύονται δωρεάν στο Διαδίκτυο σε ιστοσελίδες όπως το Open Content Alliance, το Open Knowledge Commons, το OpenCourse Ware ή το Internet Archive, ή σε ιστοσελίδες φανερά ερασιτεχνικές όπως η Βικιπεδία.
Ο εκδημοκρατισμός της γνώσης βρίσκεται στα χέρια μας, τουλάχιστον όσον αφορά στις πηγές. Το ιδεώδες του Διαφωτισμού δεν θα μπορούσε, άραγε, να πραγματοποιηθεί ;
Σε αυτό το στάδιο, ο αναγνώστης δικαιούται να αναρωτηθεί μήπως περνάω από μία τυπικά αμερικάνικη άσκηση, την ιερεμιάδα, σε μία άλλη, εξίσου αμερικανική, τον αφελή ενθουσιασμό. Υποθέτω ότι θα υπήρχε αναμφίβολα τρόπος συνδυασμού των δύο σε ένα διαλεκτικό διάβημα, εάν ο κίνδυνος εμπορευματοποίησης δεν μας απειλούσε πια. Όταν επιχειρήσεις, όπως το Google, κρίνουν μία βιβλιοθήκη, δεν βλέπουν αναγκαστικά σε αυτή ένα ναό γνώσης, αλλά περισσότερο ένα κοίτασμα « περιεχομένου » για εκμετάλλευση. Δημιουργημένες κατά τη διάρκεια των αιώνων μετά από πολυέξοδες και μεγάλες προσπάθειες, οι συλλογές των βιβλιοθηκών μπορούν να ψηφιοποιήθουν σε ευρεία κλίμακα, έναντι ενός ευτελούς ποσού, μερικά εκατομμύρια δολάρια ίσως, ποσό εξευτελιστικό, εάν το συγκρίνουμε με την επένδυση που χρειάστηκε για τη δημιουργία των βιβλιοθηκών.
Οι βιβλιοθήκες υπάρχουν για την προώθηση του κοινού καλού : « την ενθάρρυνση της εκμάθησης », μίας εκμάθησης « ανοιχτής για όλους ». Οι επιχειρήσεις δημιουργήθηκαν για να φέρουν χρήματα στους μετόχους τους, τόσο το καλύτερο αν λάβουμε υπόψη μας ότι από μία οικονομία με κέρδη, επωφελείται και το γενικό συμφέρον. Ωστόσο, εάν επιτρέψουμε την εμπορευματοποίηση των πόρων μίας βιβλιοθήκης, υπάρχει ο κίνδυνος να μην μπορέσουμε να ξεπεράσουμε μία θεμελιώδη αντίθεση. Το να ψηφιοποιούμε τις συλλογές και να τις πουλάμε στο Διαδίκτυο χωρίς να μας ενδιαφέρει η ελεύθερη πρόσβαση σε όλους, θα επαναλάμβανε το λάθος, το οποίο διαπράχθηκε με τα επιστημονικά περιοδικά, τα οποία αφέθηκαν στα χέρια των ιδιωτικών εκδοτών αλλά σε πολύ μεγαλύτερη κλίμακα. Κάτι τέτοιο θα μετέτρεπε το Διαδίκτυο σε εργαλείο ιδιωτικοποίησης της δημόσιας γνώσης. Κανένα αόρατο χέρι δεν υπάρχει για να γεφυρώσει το χάσμα ανάμεσα στο γενικό και το ιδιωτικό συμφέρον. Μόνο το κοινό θα είχε την δικαιοδοσία να το κάνει αλλά ποιος θα το αντιπροσωπεύσει ; Σίγουρα όχι οι νομοθέτες που ενέκριναν τον « νόμο Μίκυ ».
Δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι για όσα έγιναν στο Διαφωτισμό αλλά μπορούμε να ορίσουμε κανόνες του παιχνιδιού που να προστατεύουν το δημόσιο συμφέρον. Και οι βιβλιοθήκες αντιπροσωπεύουν αυτό το συμφέρον. Δεν είναι επιχειρήσεις, αλλά πρέπει να αποσβέσουν το κόστος τους, χρειάζονται ένα πλάνο δράσης. Η στρατηγική τους δεν μπορεί παρά να επικαλεστεί το ρητό που χρησιμοποιούσε ο πάροχος ηλεκτρικού ρεύματος Κον Έντισον όταν έσκαβε τους δρόμους της Νέας Υόρκης για να ηλεκτροδοτήσει τα κτήρια : « Να σκάψουμε, πρέπει ». Ή προσαρμοσμένο στους βιβλιοθηκονόμους « να ψηφιοποιήσουμε, πρέπει ». Αλλά όχι με οποιοδήποτε τρόπο. Οφείλουμε να το κάνουμε με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή διατηρώντας την υπευθυνότητα του περιεχομένου απέναντι στους πολίτες.
Θα ήταν αφελής η ταύτιση του διαδικτύου με τον Διαφωτισμό. Σίγουρα προσφέρει ένα μέσο μετάδοσης της γνώσης πιο ευρύ από αυτό, που ήλπιζε ο Τζέφερσον. Αλλά ενώ το Διαδίκτυο κατασκευάζονταν σιγά-σιγά, δεσμό με δεσμό οι μεγάλες επιχειρήσεις δεν παρέμεναν άεργες στο τέλος της διαδρομής.. Θέλουν να ελέγξουν το παιχνίδι, να κυριευτούν από αυτό, να το κατακτήσουν. Συναγωνίζονται η μία την άλλη με τέτοια αγριότητα που οι πιο αδύναμοι εξαφανίζονται. Η μάχη τους για επιβίωση γέννησε μία ολιγαρχία με υπέρμετρη εξουσία, της οποίας τα συμφέροντα, διαφοροποιούνται αισθητά σε σχέση με αυτά του κοινού.
Δεν μπορούμε να παραμείνουμε με σταυρωμένα χέρια και να περιμένουμε τις ιδιωτικές εταιρείες να διακινδυνεύσουν το κοινό καλό. Σίγουρα, πρέπει να ψηφιοποιήσουμε αλλά πρέπει κυρίως να εκδημοκρατίσουμε, δηλαδή να γενικεύσουμε την πρόσβαση στη πολιτισμική μας κληρονομιά. Πως ; Επαναδιατυπώνοντας τους κανόνες του παιχνιδιού, υπάγοντας το ιδιωτικό συμφέρον στο δημόσιο, εμπνεόμενοι από τους πρώτους δημοκράτες για την εγκαθίδρυση μίας ψηφιακής δημοκρατίας της γνώσης.
Από πού προέρχεται αυτή η ουτοπιστική ορμή ; Από το Google. Εδώ και τέσσερα χρόνια, η συγκεκριμένη επιχείρηση ξεκίνησε να ψηφιοποιεί τα έργα που βρίσκονταν στους καταλόγους των πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών, ανεβάζοντας στο Διαδίκτυο πλήρεις ερευνητικές εργασίες και καθιστώντας διαθέσιμους τους τίτλους, οι οποίοι κατέληγαν στο δημόσιο τομέα, χωρίς το κοινό να πληρώσει ούτε λεπτό. Είναι, πλέον, δυνατό, για παράδειγμα, να συμβουλευτούμε και να κατεβάσουμε δωρεάν ένα ψηφιακό αντίγραφο της αυθεντικής έκδοσης του « Μiddlemarch », του αριστουργήματος του Τζόρτζ Έλιοτ, το οποίο εκδόθηκε το 1871, και το οποίο υπάρχει στη Μποντλιανή βιβλιοθήκη του πανεπιστημίου της Οξφόρδης. Όλος ο κόσμος επωφελήθηκε, συμπεριλαμβανομένου του Google, το οποίο καρπώθηκε τα έσοδα από τη διαφήμιση, σχετικά διακριτικής άλλωστε, στη σελίδα Google Book Search.
Η εταιρία ψηφιοποίησε, επίσης, συνεχώς αυξανόμενο αριθμό βιβλίων τα οποία προστατεύονταν από τη πνευματική ιδιοκτησία και των οποίων αποσπάσματα έθεσε στο διαδίκτυο για τη διευκόλυνση των χρηστών. Ομως, τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 2005, η ένωση συγγραφέων και εκδοτών, τρομαγμένη από την έλλειψη κέρδους, άσκησε συλλογική αγωγή (class action) κατά του Google εν ονόματι της υπεράσπισης των δικαιωμάτων τους. Στις 28 Οκτωβρίου 2008, μετά από ατελείωτες διαπραγματεύσεις, οι δύο πλευρές σύναψαν συμφωνία, η οποία αναμένει την έγκριση δικαστηρίου της Νέας Υόρκης.
Η συμφωνία προβλέπει τη δημιουργία μίας επιχείρησης η οποία ονομάστηκε Αρχείο εκδοτικών δικαιωμάτων (Book Rights Registry) επιφορτισμένη με την αντιπροσώπευση των συγγραφικών και εκδοτικών συμφερόντων για τους κατόχους του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας. Το Google θα καταστήσει επί πληρωμή, την πρόσβαση στη γιγαντιαία βάση δεδομένων του, η οποία θ’ αποτελείται, κατ’ αρχήν, από εξαντλημένα βιβλία από τα οποία θα χορηγήσουν πανεπιστημιακές βιβλιοθήκες. Λύκεια, πανεπιστήμια και διάφορες δημόσιες αρχές θα μπορούν να συνδέονται σε αυτό αγοράζοντας μια « θεσμική άδεια ». Μία άλλη άδεια, ονομαζόμενη « δημόσιας πρόσβασης », θα χορηγείται στις δημόσιες βιβλιοθήκες και θα προσφέρει δωρεάν πρόσβαση στη βάση αλλά από έναν μόνο υπολογιστή. Σε περίπτωση που ένας δυσαρεστημένος χρήστης αρνηθεί να κάτσει στην ουρά ελπίζοντας ότι ο μοναδικός αυτός υπολογιστής κάποτε θ’ απελευθερωθεί, υπάρχει πρόβλεψη, βεβαίως για μία υπηρεσία επί πληρωμή κατά παραγγελία, « την καταναλωτική άδεια ». Το Google δεσμεύεται, εξάλλου, να συνεργαστεί με το Αρχείο εκδοτικών δικαιωμάτων, για να μοιράσει τα εισοδήματα, αντικειμενικά. Δηλαδή 37% για το Google και 63% για τους κατόχους της πνευματικής ιδιοκτησίας. Παράλληλα, η επιχείρηση θα συνεχίσει το ανέβασμα στο Διαδίκτυο έργων του δημόσιου τομέα, τα οποία θα μπορούμε να τα κατεβάσουμε από το Διαδίκτυο δωρεάν.
Στους επτά εκατομμύρια τίτλους, που ο όμιλος δήλωσε ότι ψηφιοποίησε πριν από τον Νοέμβριο του 2008, πρέπει να υπολογίσουμε ένα εκατομμύριο « δημόσιων » βιβλίων, άλλο ένα που διέπεται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας και είναι διαθέσιμο στα βιβλιοπωλεία και πέντε εκατομμύρια τίτλοι που διέπονται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας αλλά έχουν εξαντληθεί ή είναι δύσκολο να βρεθούν. Η τελευταία κατηγορία θα τροφοδοτήσει την κύρια μάζα των εμπορεύσιμων τίτλων διαμέσου της « άδειας ».
Πολλά έργα που διέπονται από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, θα αποκλειστούν, έτσι, από τη βάση δεδομένων, εκτός κι αν οι συγγραφείς τους, οι δικαιούχοι ή οι εκδότες αποφασίσουν διαφορετικά. Θα συνεχίσουν, λοιπόν, να πωλούνται υπό τη μορφή του παραδοσιακού χαρτιού ή θα γίνουν αντικείμενο εμπορευματοποίησης σε ψηφιακή μορφή, είτε για να μπορούμε να τα κατεβάσουμε μέσω « της καταναλωτικής άδειας » είτε για να διατεθούν με μορφή ηλεκτρονικών βιβλίων (e-books).
Εν συντομία, αφού διαβάσουμε την συμφωνία ανάμεσα στο Google, τους συγγραφείς και τους εκδότες, και αφού αφομοιώσαμε τη φιλοσοφία της, γεγονός που δεν είναι εύκολο εφόσον το κείμενο εκτείνεται σε 134 σελίδες και 15 παραρτήματα, μένουμε με το στόμα ανοιχτό : εδώ βρίσκεται η θεμελίωση μιας βιβλιοθήκης που θα μπορούσε να γίνει η μεγαλύτερη του κόσμου. Μία ψηφιακή βιβλιοθήκη η οποία θα νικούσε κατά κράτος τα πιο γνωστά εκπαιδευτικά ιδρύματα της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών. Επιπλέον, το Google θα γίνονταν το μεγαλύτερο εμπορικό βιβλιοπωλείο του πλανήτη, η ψηφιακή αυτοκρατορία του θα υποβίβαζε το amazon.com σε συνοικιακό μαγαζί. Πώς να μείνουμε αδιάφοροι στην προοπτική να δούμε τον πλούτο των μεγαλύτερων αμερικάνικων πανεπιστημιακών βιβλιοθηκών διαθέσιμο σε όλους τους χρήστες στου Διαδικτύου του κόσμου ; Όχι μόνο η τεχνολογική μαγεία του Google θα επέτρεπε σε κάθε αναγνώστη να χει πρόσβαση στα βιβλία που επιθυμεί, αλλά ακόμη θα έδινε δυνατότητες ανεξάντλητης έρευνας. Υπό ορισμένες συνθήκες, τα εκπαιδευτικά ιδρύματα που συνεργάζονται με το σχέδιο, θα μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα ψηφιακά αντίγραφα των έργων που έχουν χαθεί ή καταστραφεί για να ανανεώσουν τα αποθέματα τους. Εξάλλου, το Google δεσμεύεται να προτείνει κείμενα με τρόπο ώστε να τα καταστήσει προσιτά και σε άτομα με ειδικές ανάγκες.
Δυστυχώς, η υπόσχεση της επιχείρησης να εγγυηθεί την ελεύθερη πρόσβαση στα αρχεία της οθόνης ενός μόνο υπολογιστή σε κάθε δημόσια βιβλιοθήκη έχει λίγες πιθανότητες να ικανοποιήσει τη ζήτηση, κυρίως στα πιο πολυσύχναστα εκπαιδευτικά ιδρύματα. Εξάλλου, υπάρχει κι ένας περιορισμός : οι αναγνώστες που επιθυμούν να εκτυπώσουν ένα κείμενο με δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, θα μπορούν να το κάνουν μόνο επί πληρωμή. Παρ’ όλα αυτά, οι μικρές δημοτικές βιβλιοθήκες θα διαθέτουν ψηφιακό περιεχόμενο πιο σημαντικό από εκείνο της κεντρικής βιβλιοθήκης της Νέας Υόρκης σήμερα. Ναι, το Google θα μπορούσε ούτε λίγο ούτε πολύ να πραγματοποιήσει το όνειρο του Διαφωτισμού. Θα το κάνει, όμως ; Οι φιλόσοφοι του 18ου αιώνα θεωρούσαν το μονοπώλιο ως το κατ εξοχήν εμπόδιο στη διάδοση της γνώσης, τα είχαν βάλει κυρίως με το συνδικάτο τυπογράφων του Λονδίνου και το σωματείο βιβλιοπωλών του Παρισιού, οι οποίοι συντάσσονταν κατά της ελεύθερης κυκλοφορίας βιβλίων.
Το Google δεν είναι συνδικάτο και δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του ως μονοπώλιο. Η εταιρεία έχει μάλιστα συγκεκριμένο στόχο, να προωθήσει την πρόσβαση στη πληροφόρηση. Αλλά η συμφωνία που υπογράφηκε την καθιστά άτρωτη απέναντι σε κάθε μορφή ανταγωνισμού. Η πλειονότητα των συγγραφέων και εκδοτών που διαθέτουν δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στις ΗΠΑ, καλύπτονται αυτόματα από το κείμενο. Μπορούν, προφανώς, να επιλέξουν την εξαίρεσή τους από τη συμφωνία, αλλά ό,τι και να κάνουν, κανένα άλλο σχέδιο ψηφιοποίησης δεν θα μπορεί να δει το φως χωρίς έγκριση από καθέναν από τους δικαιούχους, μία αποστολή, σαν να λέμε, αδύνατη. Εάν η λειτουργία του Google γίνει αποδεκτή από το δικαστήριο, διαδικασία που θα μπορούσε να διαρκέσει άλλα δύο χρόνια, ο καλιφορνέζος γίγαντας θα αποκτήσει ψηφιακό έλεγχο σε όλα σχεδόν τα βιβλία που εκδόθηκαν στις ΗΠΑ.
Αυτή η κατάληξη δεν είναι αναπόφευκτη. Θα μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μια εθνική ψηφιακή βιβλιοθήκη, το σύγχρονο ανάλογο της βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Την ώρα που η πολιτεία αγρόν αγόραζε, το Google αναλάμβανε πρωτοβουλίες. Σκανάρισε, απλά, τα βιβλία και το έκανε τόσο αποτελεσματικά που σε κάποιους άρχισαν να τρέχουν τα σάλια για τα κέρδη που θ’ αποκτούσαν. Θα ήταν λάθος να διαμαρτυρόμαστε για τις προσδοκίες των συγγραφέων και των εκδοτών να προσλάβουν τα δικαιώματά τους και θα πρέπει να μην κρίνουμε βιαστικά τα επιχειρήματα της συλλογικής αγωγής. Ωστόσο, περιμένοντας τους δικαστές της Νέας Υόρκης να αποφασίσουν, είναι αναμφισβήτητο ότι η εν λόγω συμφωνία αποσκοπεί στην κατανομή των κερδών και όχι στην υπεράσπιση του δημόσιου συμφέροντος.
Ένα από τα απρόβλεπτα αποτελέσματα της υπόθεσης είναι ότι το Google θα βρεθεί, όντως, σε μονοπωλιακή θέση ενός νέου είδους εμπορίου, όχι αυτό του ατσαλιού ή της μπανάνας, αλλά της πρόσβασης στη πληροφόρηση. Η επιχείρηση δεν είναι αντιμέτωπη με κανένα σοβαρό αντίπαλο. Η Μicrosoft παραιτήθηκε, εδώ και πολλούς μήνες, από το δικό της σχέδιο ψηφιοποίησης των βιβλίων, ενώ οι άλλες εταιρίες της αγοράς όπως η Open Knowledge Commons (πρώην Open Content Alliance) ή η Internet Archive, είναι ασήμαντες μπροστά της. Μόνο το Google διαθέτει τα αναγκαία μέσα ψηφιοποίησης σε τόσο μεγάλη κλίμακα. Χάρη στη συμφωνία που διαπραγματεύτηκε με συγγραφείς και εκδότες μπορεί να έχει την παντοδυναμία, παραμένοντας στα όρια της νομιμότητας. Όσα έχει κάνει το Google ως τώρα υποδεικνύουν ότι δεν θα καταχραστεί την εξουσία του. Αλλά τι θα συμβεί όταν οι σημερινοί ιθύνοντες πουλήσουν το μερίδιό τους ή συνταξιοδοτηθούν ; Οι προβλεπόμενες τιμολογήσεις για την πρόσβαση στη μελλοντική βάση δεδομένων αποτελούν ένα πρώτο στοιχείο απάντησης σε αυτή την ερώτηση. Η συμφωνία, έτσι όπως κατέληξε, άφηνε, πράγματι, ελευθερία κινήσεων στην εταιρία για αναδιαπραγμάτευση του κόστους των αδειών με καθέναν από τους πελάτες της, παρ’ όλο που δεσμεύεται στη τήρηση δύο γενικών αρχών : « 1. την προσαρμογή των κατατιθέμενων στους δικαιούχους εισοδημάτων για κάθε έργο και κάθε άδεια ανάλογα με το δείκτη της αγοράς •και 2. την εξασφάλιση της ευρείας πρόσβασης στο κοινό, κυρίως στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα ».
Τι θα συμβεί αν το Google επιλέξει το κέρδος εις βάρος του κοινού του ; Τίποτα, αν λάβουμε υπόψη μας τις διατάξεις της συμφωνίας. Μόνο το Αρχείο εκδοτικών δικαιωμάτων δρώντας εν ονόματι των δικαιούχων, θα μπορούσε να επιβάλλει νέες τιμές στην εταιρία, αλλά μοιάζει σχεδόν απίθανο να έχει αντίρρηση σε υψηλότερες τιμές. Το Google μπορεί να επιλέξει τη χαμηλή τιμολόγηση. Αλλά τίποτα δεν θα το εμπόδιζε να δανειστεί μία στρατηγική όμοια με αυτή των εκδοτών επιστημονικών περιοδικών : δελεάζουν αρχικά τον πελάτη με μία ελκυστική προσφορά, στη συνέχεια, όμως, όταν αυτός « τσιμπήσει », ανεβάζουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις τιμές.
Οι υποστηρικτές της οικονομίας της αγοράς ανταπαντούν ότι η αγορά θα ρυθμιστεί από μόνη της. Εάν το Google γίνει πολύ ακριβό, οι καταναλωτές θα ακυρώσουν τις συνδρομές τους και οι τιμές, κατά συνέπεια, θα πέσουν. Αλλά δεν υπάρχει άμεση σχέση ανάμεσα στη προσφορά και τη ζήτηση στους μηχανισμούς που διέπουν τη χορήγηση « θεσμικών » αδειών, τουλάχιστον όπως προβλέπουν οι υπογράφοντες τη συμφωνία. Φοιτητές, καθηγητές και βιβλιοθηκονόμοι δεν θα βάλουν οι ίδιοι το χέρι στην τσέπη.
Είναι οι βιβλιοθήκες που θα πληρώνουν και δεν μπορέσουν να εξασφαλίσουν κονδύλια για την ανανέωση της συνδρομής τους, πιθανόν να προκαλέσουν διαμαρτυρίες από τους « εθισμένους » στις υπηρεσίες του Google αναγνώστες. Θα προτιμήσουν, λοιπόν, να ελαχιστοποιήσουν τα άλλα τους έξοδα, μειώνοντας για παράδειγμα, την αγορά βιβλίων, όπως το έκαναν ήδη, όταν οι εκδότες ανέβασαν υπερβολικά τις τιμές των επιστημονικών περιοδικών.
Παρόλο που δεν μπορούμε να προβλέψουμε το μέλλον, μπορούμε μόνο να διαβάσουμε προσεκτικά τους όρους της συμφωνίας και να διατυπώσουμε κάποιες υποθέσεις. Εάν το Google καταστήσει προσιτό, σε λογικές τιμές, τον πλούτο όλων των μεγαλύτερων αμερικανικών βιβλιοθηκών, τότε δεν θα πρέπει να τσιγκουνευτούμε τα συγχαρητήριά μας. Μήπως, άλλωστε, δεν είναι καλύτερα να διαθέτουμε ένα τεράστιο αρχείο τίτλων, ακόμα και σε ακριβή τιμή, από το να μην έχουμε τίποτα ; Αναμφίβολα, όμως, η συμφωνία του φθινοπώρου 2008 θα μετασχηματίσει ριζικά τον ψηφιακό κόσμο συγκεντρώνοντας όλες τις δυνάμεις στα χέρια μιας μόνο επιχείρησης.
Με την εξαίρεση της Βικιπαίδεια, το Google ελέγχει ήδη τη πρόσβαση στη πληροφόρηση του Διαδικτύου της πλειονότητας των αμερικάνων, οι οποίοι ψάχνουν για ένα άρθρο, μία φωτογραφία, ένα πλυντήριο ή ένα εισιτήριο κινηματογράφου. Χωρίς να προσμετρήσουμε τις πρόσθετες υπηρεσίες της διάσημης μηχανής αναζήτησης : Google Earth, Google Maps, Google Images, Google Labs, Google Finance, Google Arts, Google Food, Google Sports, Google Health, Google Checkout, Google Alerts και άλλα παράγωγα που ετοιμάζονται. Τώρα, το Google Book Search είναι έτοιμο να εγκαινιάσει τη μεγαλύτερη βιβλιοθήκη και το πιο σημαντικό βιβλιοπωλείο στην ιστορία.
Όποιος κι αν είναι ο τρόπος ερμηνείας της συμφωνίας, οι διατάξεις της εμπλέκονται τόσο που επιβάλλονται ως σύνολο. Σήμερα, ούτε το Google, ούτε οι συγγραφείς, ούτε οι εκδότες, ούτε το δικαστήριο της Νέας Υόρκης δεν είναι σε θέση να επιφέρουν αξιοσημείωτες αλλαγές. Είναι μία κρίσιμη καμπή στην ανάπτυξη αυτού που ονομάζουμε κοινωνία της πληροφόρησης. Εάν δεν αποκαταστήσουμε την ισορροπία το ιδιωτικό συμφέρον μπορεί ν’ αναδειχθεί σε σημαντικότερο από το δημόσιο, μια και καλή. Το όνειρο του Διαφωτισμού θα γίνει, τότε, πιο απρόσιτο από ποτέ.

The New York Review of Books

Δευτέρα 7 Οκτωβρίου 2013

Νεκρές γλώσσες

Συμπαθής ή αντιπαθής, η κυρία Ρεπούση είχε δίκιο όταν χαρακτήρισε "νεκρές γλώσσες" τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά. Τα αρχαία ελληνικά καθαυτά είναι νεκρή γλώσσα, επειδή δεν έχει φυσικούς ομιλητές (δηλ. που να την έχουν μητρική γλώσσα). Το ίδιο άλλωστε ισχύει και με τα λατινικά, κι αυτά νεκρή γλώσσα θεωρούνται.
"Μα εγώ τα χρησιμοποιώ και σήμερα", λέει κάποιος. Όχι όμως σε παραγωγή καινούργιου λόγου, και όχι σε κάτι σοβαρότερο από λεκτικά παιχνίδια, όπως είναι το δελτίο ειδήσεων στα αρχαία ελληνικά, που συντάσσει ένας συμπαθής Ισπανός (αν το συνεχίζει ακόμα). Βέβαια, από την άποψη αυτή τα λατινικά έχουν πολύ σοβαρότερες αξιώσεις, αφού στα λατινικά βγαίνουν κάμποσες κανονικές εφημερίδες, μεταξύ των οποίων η επίσημη εφημερίδα του Βατικανού (Acta Sanctae Sedis).
"Ναι, αλλά τα αρχαία ελληνικά ζουν μέσα από τη νέα ελληνική γλώσσα", παρατηρεί κάποιος άλλος. Φοβάμαι πως το αν η ελληνική (νέα και αρχαία) είναι "μία και ενιαία" γλώσσα ή όχι, αυτό δεν μπορούμε να το κρίνουμε με αποκλειστικά γλωσσικά κριτήρια, είναι απόφαση πολιτική, όπως πολιτική απόφαση είναι γενικά το αν δυο "διάλεκτοι" ανήκουν στην ίδια γλώσσα ή είναι ξεχωριστές γλώσσες, για παράδειγμα αν η σλαβομακεδονική είναι χωριστή γλώσσα από τη βουλγαρική. Αυτό φάνηκε καθαρά στην περίπτωση των σερβοκροατικών, που θεωριόνταν μία γλώσσα και σήμερα υπολογίζονται για δύο: σερβικά και κροατικά. Αφού οι γλώσσες δεν άλλαξαν τα τελευταία 20 χρόνια και τα κριτήρια της γλωσσολογίας επίσης δεν μεταβλήθηκαν, ολοφάνερα τα κριτήρια της ανακήρυξης της κροατικής σε γλώσσα είναι πολιτικά.
"Ναι, αλλά η διδασκαλία αρχαίων κειμένων από το πρωτότυπο είναι πολύ χρήσιμη για την γλωσσική κατάρτιση στα νέα ελληνικά", λένε πολλοί. Αυτό είναι ένα σοβαρό επιχείρημα, που μπορεί και να ισχύει. Πρέπει πάντως να επισημάνω ότι έγκριτοι γλωσσολόγοι όπως ο σεβαστός Εμμανουήλ Κριαράς ή ο Φαν. Βώρος υποστηρίζουν ότι η διδασκαλία της αρχαίας από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο πιθανόν να αποβαίνει σε βάρος της κατάρτισης στη νέα ελληνική αφού οι μαθητές βρίσκονται αντιμέτωποι με δυο πολύ διαφορετικές γραμματικές. Πρότειναν λοιπόν αρχαία να διδάσκονται μόνο στο Λύκειο, και να υπάρχουν γερά κλασικά γυμνάσια-λύκεια που να βγάζουν γερούς κλασικούς φιλολόγους.
Εκτός αυτού, δείγμα έχουμε. Από το 1977 ως το 1992 δεν διδάχτηκαν αρχαία από το πρωτότυπο στο γυμνάσιο -και δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς σοβαρά να υποστηρίξει ότι η ελληνομάθεια αυτών των παιδιών υστερεί από των νεότερων, όταν επικράτησε η δεξιά αντιμεταρρύθμιση επί κυβέρνησης Μητσοτάκη και ξανάρχισαν να διδάσκονται τα αρχαία από το πρωτότυπο.
Βέβαια, η κυρία Ρεπούση προτείνει να γίνουν προαιρετικά τα αρχαία όχι στο γυμνάσιο αλλά στο λύκειο. Κι αυτό λογικό είναι, αφού τα παιδιά έχουν ήδη διδαχτεί το σύνολο της αρχαίας γραμματικής (της αττικής βέβαια διαλέκτου) στο γυμνάσιο. Και, έτσι κι αλλιώς, στο σημερινό εξετασιοκεντρικό λύκειο όπου όλα υποτάσσονται στο βωμό των πανελλαδικών και τα λύκεια μετατρέπονται σε ιδιότυπα φροντιστήρια, είναι ουτοπικό να ελπίζουμε πως οι μαθητές θα διδαχτούν, δηλ. θα εμπεδώσουν, οποιοδήποτε μάθημα πέρα από τα τέσσερα επιλεγμένα.
Δεν θα πρότεινα σήμερα τον ριζικό περιορισμό της διδασκαλίας των αρχαίων, αν μη τι άλλο επειδή δεν θα έχουμε τι να κάνουμε τους φιλολόγους (και τους θεολόγους για τα θρησκευτικά). Ωστόσο, η μεταρρύθμιση μπορεί να γίνει σε ορίζοντα δεκαετίας, με σταδιακό περιορισμό των εισακτέων στις φιλοσοφικές.
"Μα, με τα αρχαία ελληνικά γνωρίζεις την άφταστη ελληνική παιδεία". Σύμφωνοι, αλλά ο σκοπός αυτός εξυπηρετείται εξίσου αν διδάσκονται τα κείμενα από μετάφραση.
"Μα, όποιος διδάσκεται τα αρχαία μαθαίνει τις αλλαγές της γλώσσας, την ετυμολογία, τη διαμόρφωση της σημερινής ελληνικής". Όχι ακριβώς. Όποιος διδάσκεται αρχαία κείμενα της κλασικής περιόδου (ή κείμενα γραμμένα σε αττική γλώσσα), δεν βοηθιέται και πολύ στο να μάθει τα νέα ελληνικά. Μπορεί ο Σοφοκλής κι ο Πλάτων να είναι αξεπέραστοι, αλλά η γλώσσα τους απέχει πάρα πολύ από τη δική μας, λείπουν δυο ή τρεις ενδιάμεσοι κρίκοι. Τα κείμενα τα γραμμένα στην ελληνιστική κοινή υστερούν σε λογοτεχνική αξία (εκτός από τα θεόπνευστα, μη βρούμε κανένα μπελά) αλλά είναι πολύ πιο χρήσιμα για την παρακολούθηση της ιστορίας της γλώσσας, το ίδιο και μεταγενέστερα κείμενα, ιδιωτικοί πάπυροι ας πούμε ή δημώδη βυζαντινά. Αν μείνεις στον Σοφοκλή, ποτέ δεν θα δεις πως "ο πατήρ, τον πατέρα" έγινε "ο πατέρας, του πατέρα". Στον Ιωάννη Μαλάλα θα το δεις (νομίζω). Μα, αυτά είναι κείμενα μικρής αξίας, θα πείτε. Ναι, είναι. Αλλά κατά παράδοξο τρόπο όσο λιγότερο λογοτεχνικό είναι ένα κείμενο τόσο πιο πολύ βοηθάει στη μελέτη της ιστορίας της γλώσσας. Το λιγότερο, αυτά τα ταπεινά κείμενα θα μπορούσαν να διδάσκονται σε ένα απάνθισμα στο μάθημα της Ιστορίας της γλώσσας. Κι έτσι θα μας έφευγε και ο κάλος από το συλλογικό μας μυαλό, που τον καλλιεργούν κάμποσοι φιλόλογοι, κάποιοι καλοπροαίρετα, ότι η νέα ελληνική είναι γλώσσα "χαμηλότερης ποιότητας" από την αρχαία.
Ξαναλέω όμως: προς το παρόν, κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων δεν νομίζω ότι τίθεται. Οπότε, ας περάσουμε στο τελευταίο θέμα: μήπως η άποψή μου για τη συνέχεια ή όχι της γλώσσας είναι υπεκφυγή; Πιθανόν να βρίσκομαι μετέωρος ανάμεσα στις δύο θέσεις -"η ελληνική είναι μία και ενιαία" - "τα νέα ελληνικά είναι άλλη γλώσσα από τα αρχαία". Ότι η ελληνική είναι μία και ενιαία δεν αντέχει αν σκεφτούμε ότι τα αρχαία κείμενα τα διαβάζουμε σε μετάφραση, τα θεατρικά έργα τα βλέπουμε σε μετάφραση κτλ. Ότι είναι άλλη γλώσσα, βάζει άλλου είδους προβλήματα: πόσες γλώσσες είναι;
Οπότε, έχω καταλήξει ότι η ελληνική γλώσσα (πιθανώς και άλλες γλώσσες) είναι το πλοίο του Θησέα. Οι Αθηναίοι είχαν χτίσει, λέει το φιλοσοφικό πρόβλημα, έναν ωραίο νεώσοικο όπου το τιμημένο πλοίο αναπαυόταν με δόξα και τιμή. Κάθε που σάπιζε ένα σανίδι το άλλαζαν. Τελικά άλλαξαν όλα τα σανίδια. Οπότε, ήταν ακόμα το πλοίο του Θησέα ή όχι; Η απόφαση (αν είναι ή όχι το ίδιο πλοίο) είναι πολιτική.

του Νίκου Σαραντάκου

Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2013

Ζωρζ Μπατάιγ - Θεωρία της θρησκείας

Η στιγμή της αλλαγής προσφέρεται σε ένα πέρασμα: η νοητή σφαίρα αποκαλύπτεται σε μια έκσταση, σε μια ξαφνική κίνηση της υπέρβασης, όπου ξεπερνιέται η απτή ύλη. Ο νους ή η έννοια, τοποθετημένα εκτός χρόνου, ορίζονται ως κυρίαρχη τάξη, στην οποία υποτάσσεται ο κόσμος των πραγμάτων, όπως ακριβώς υπέτασσε κάποτε τους Θεούς της μυθολογίας. Με τον τρόπο αυτό, ο νοητός κόσμος αποκτά την εμφάνιση του Θείου.
Αλλά η υπέρβασή του είναι διαφορετικής φύσης από την ατελή υπέρβαση του Θείου στις αρχαϊκές θρησκείες. Το Θείο αρχικά μπορούσε να αδραχτεί σε στιγμές οικειότητας (της βίας, του ουρλιαχτού, του είναι σε έκρηξη, τυφλού και ακατανόητου, του σκοτεινού και κακοπροαίρετου ιερού)· αν ήταν υπερβατικό, αυτό συνέβαινε με τρόπο δοκιμαστικό για τον άνθρωπο που δρούσε στη σφαίρα της πραγματικότητας αλλά αποκαθίστατο σε αυτή της οικειότητας. Αυτή η δευτερεύουσα υπέρβαση ήταν εντελώς διαφορετική από εκείνη του νοητού κόσμου, η οποία παραμένει εσαεί χωρισμένη από τον κόσμο των αισθήσεων. Η υπέρβαση ενός πιο ριζικού δυϊσμού είναι το πέρασμα από ένα κόσμο σε έναν άλλο. Πιο συγκεκριμένα, είναι η αναχώρηση από αυτό τον κόσμο, η αναχώρηση από τον κόσμο, τελεία --γιατί, απέναντι στον αισθητό κόσμο, ο νοητός κόσμος δεν είναι τόσο ένας διαφορετικός κόσμος όσο κάτι έξω από τον κόσμο.
Αλλά ο άνθρωπος τον οποίο εννοούμε δυϊκά είναι ασύμβατος με τον αρχαϊκό άνθρωπο γιατί δεν υπάρχει πλέον καμμία οικειότητα ανάμεσα σε αυτόν και τον κόσμο τούτο. Αυτός ο κόσμος στην πραγματικότητα είναι εμμενής μέσα του αλλά αυτό συμβαίνει στον βαθμό που ο ίδιος δεν χαρακτηρίζεται από οικειότητα· στο βαθμό που καθορίζεται από πράγματα, και που είναι και ο ίδιος πράγμα, εφόσον είναι ένα ξεχωριστό άτομο. Φυσικά, ο αρχαϊκός άνθρωπος δεν συμμετείχε διαρκώς στην  μεταδοτική βία της οικειότητας, αλλά αν απομακρυνόταν από αυτή, οι τελετές διατηρούσαν την δύναμη να τον ξαναφέρουν πίσω σ' αυτή την κατάλληλη στιγμή. Στο επίπεδο της δυϊκής αντίληψης κανένα απομεινάρι των αρχαίων τελετών δεν μπορεί να αποτρέψει τον αναστοχαστικό άνθρωπο, τον οποίο συγκροτεί ο στοχασμός, απ' το να είναι, τη στιγμή της εκπλήρωσής του, ο άνθρωπος της χαμένης οικειότητας. Χωρίς αμφιβολία η οικειότητα δεν είναι ξένη για αυτόν· δεν μπορούμε να πούμε ότι δεν γνωρίζει τίποτε για αυτή, εφόσον διατηρεί την ανάμνησή της. Αλλά η ανάμνηση αυτή τον στέλνει εκτός ενός κόσμου στον οποίο δεν υπάρχει τίποτε που να ανταποκρίνεται στην επιθυμία που έχει για αυτόν. Σ' αυτόν τον κόσμο ακόμα και τα πράγματα, στα οποία εναποθέτει τον στοχασμό του, χωρίζονται βαθιά από τον ίδιο, και τα ίδια τα όντα συντηρούνται στην αμετάφραστη ατομικότητά τους. Για αυτό και η υπέρβαση για αυτόν τον άνθρωπο δεν έχει καθόλου την έννοια του χωρισμού αλλά μάλλον της επιστροφής. Χωρίς αμφιβολία είναι απροσπέλαστη, εφόσον είναι υπέρβαση: λειτουργώντας, θεμελιώνει το αδύνατο, για τον λειτουργό της, του να είναι εμμενής ως προς το αποτέλεσμα της λειτουργίας. Αλλά ενώ το άτομο που είναι δεν μπορεί να εγκαταλείψει αυτόν τον κόσμο ή να συνδεθεί με ό,τι υφίσταται πέρα από τα δικά του όρια, διακρίνει στα κλεφτά, στην ξαφνική έγερση, αυτό που δεν μπορεί να αδραχτεί αλλά που γλιστράει από τα δάχτυλά του ακριβώς ως déjà vu. Για αυτόν, τούτο το déjà vu είναι εντελώς διαφορετικό από αυτό που βλέπει, και το οποίο είναι πάντα χωρισμένο από τον ίδιο --και για τον ίδιο λόγο, και από τον εαυτό του. Είναι αυτό που είναι νοητό από τον ίδιο, που ξυπνά την ανάμνηση μέσα του, αλλά που χάνεται αμέσως με την εισβολή των σιθητηριακών πληροφοριών, οι οποίες επανεγκαθιδρύουν τον χωρισμό από κάθε πλευρά. Αυτό το ξεχωριστό ον είναι ακριβώς ένα πράγμα γιατί είναι χωρισμένο από τον ε-αυτό του: αυτό είναι το πράγμα και ο χωρισμός, αλλά ο εαυτός, αντίθετα, είναι μια οικειότητα που δεν χωρίζεται από τίποτε (εκτός από αυτό που χωρίζεται από την οικειότητα, δηλαδή "αυτό", και μαζί με αυτό, από όλο τον κόσμο των ξεχωριστών πραγμάτων).