Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Αποανάπτυξη II

Κατά τον Καρλ Πολάνι, η καπιταλιστική διαδικασία - ή ο μεγάλος κοινωνικο-οικονομικός μετασχηματισμός που επέφερε η βιομηχανική επανάσταση - ενέχει μια διπλή διαδικασία εμποριοποίησης: αμφότεροι οι συντελεστές της παραγωγικής διαδικασίας, άνθρωποι και φύση, ανάγονται υποχρεωτικά σε εμπόρευμα. Το απαιτεί η φύση της μεγα-μηχανής: η τακτική, συστηματική, τροφοδοσία της με φυσικούς πόρους και εργασία αποτελεί αναμφισβήτητη αναγκαιότητα της φυσιολογικής της λειτουργίας όπως αποτελεί αναγκαιότητα και για την ικανοποιητική ανταποδοτικότητα, χαμηλού ρίσκου, των τεράστιων κεφαλαίων που έχουν επενδυθεί. Έτσι, πρώτα στην Αγγλία και στην συνέχεια στο υπόλοιπο της ευρωπαϊκής ηπείρου μεταξύ του 16ου και του 17ου αιώνα, δημιουργούνται οι συνθήκες για την γένεση και την διάχυση μιας αγοράς εργασίας, σύμφωνα με μια αφύσικη και ασυνεχή διαδικασία που μοιάζει περισσότερο με διαδικασία κοινωνικής «μεταμόρφωσης» όπως υπογραμμίζει ο Πολάνι: οι σχέσεις αμοιβαιότητας στις οποίες θεμελιώνονταν τα κοινωνικο-οικονομικά παραδοσιακά συστήματα θρυμματίζονται βίαια και αντικαθίστανται με σχέσεις αγοράς. Με λίγα λόγια, «η νέα οικονομία επελαύνει στα κατάλοιπα μιας προοδευτικής, κοινωνικής, ερημοποίησης».
Κατά την πρωτοποριακή έρευνα του Μαρσέλ Μαούς και των επακόλουθων μελετών του Αντι-ωφελιμιστικού Κινήματος των Κοινωνικών Επιστημών (Καιγιέ, Γκοτμπού, Λατούς), ο τυπικός χαρακτήρας των σχέσεων αμοιβαιότητας των παραδοσιακών κοινωνιών έγκειται στην τριπλή σχέση δωρεά-λήψη-ανταπόδοση (Κεγιέ, 1991). Μέσω της αλλεπάλληλης δωρεάς και ανταπόδοσης η παραδοσιακή κοινωνία προστατεύει και ενισχύει τους κοινωνικούς δεσμούς. Αντίθετα, αυτό που χαρακτηρίζει τις σχέσεις αγοράς είναι το «απρόσωπο», το επιλεγόμενο και «ανταλλαγή ισοδύναμων», που τις επιτρέπει να εκμηδενίζονται την στιγμή της συναλλαγής. Όπως γράφει ο Μίλτον Φρίντμαν, ιδεολόγος του νεοφιλελευθερισμού της Σχολής του Σικάγο, «στο μεγάλο σουπερμάρκετ της παγκοσμιοποίησης, δεν χρειάζεται ούτε η γνωριμία αλλά ούτε και η συμπάθεια». Δεν αναφέρθηκε όμως στην άλλη όψη του νομίσματος ή στο ότι η διάχυση των σχέσεων αγοράς συνοδεύεται αναπόφευκτα από την προοδευτική εξαΰλωση των κοινωνικών δεσμών.
Στο πλαίσιο της πρώτης βιομηχανικής περιόδου η διαδικασία εμποριοποίησης έλαβε τα χαρακτηριστικά ενός βίαιου κοινωνικού τραυματισμού, συχνά με άλλο τόσο βίαια παρεπόμενα, ενώ στην σημερινή πραγματικότητα εκφράζεται σαν κοινωνική ρευστότητα. Η ρευστή, νεωτερική, κοινωνία είναι μια γνήσια κοινωνία της κατανάλωσης (Μπάουμαν, 2006), μια κοινωνία στην οποία τόσο οι άνθρωποι όσο και τα αγαθά θεωρούνται αντικείμενα κατανάλωσης, χάνοντας προοδευτικά χρησιμότητα, ελκυστικότητα και, κατά βάθος, αξία. Η ρευστή κοινωνία είναι μια κινητική κοινωνία, μια «παροδική» κοινωνία, μια κοινωνία επισφαλής, στην οποία το κάθε τι που έχει αξία μετασχηματίζεται γρήγορα στο αντίθετο, συμπεριλαμβανομένης και της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ρευστή κοινωνία είναι μια κοινωνία του ρίσκου, μια κοινωνία στην οποία η ελευθερία της επιδίωξης της απόκτησης ταυτότητας μέσω της κατανάλωσης αντιστοιχεί σε μια διαρκώς αυξανόμενη ανασφάλεια.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η διάλυση των κοινωνικών δεσμών, η οποία χαρακτηρίζει την ρευστή νεωτερική κοινωνία, είναι προϊόν της αυτής διαδικασίας αυτό-αυτοαυξητικού χαρακτήρα που χαρακτήρισε την εμποριοποίηση του πρώιμου καπιταλισμού και η οποία ταυτίζεται σήμερα με την ατέρμονη ανάπτυξη και την οικονομία της αγοράς. Από την άλλη πλευρά, το οικονομικό σύστημα έχει την ικανότητα αυτοτροφοδότησης με τα προβλήματα τα οποία δημιουργεί το ίδιο - ανασφάλεια, δυσφορία και πολλά άλλα υποπροϊόντα της διάλυσης των κοινωνικών δεσμών - τα οποία με την σειρά τους δημιουργούν ανάγκη προστασίας με αποτέλεσμα μια προσφορά αγαθών και υπηρεσιών ad hoc προς όφελος της οικονομικής ανάπτυξης. Καταυτό τον τρόπο το σύστημα κλείνει τον κύκλο και αυτοτροφοδοτείται.
Το ερώτημα που τίθεται είναι περισσότερο από εύλογο: ποια θα μπορούσαν να είναι τα βασικά χαρακτηριστικά μιας πολιτικής της αποανάπτυξης;
Κατά κύριο λόγο οφείλουμε να αποδεχτούμε το ότι «κάθε πολιτική που εξισορροπεί, μέσω αρνητικής ανάδρασης, ενεργές αυτό-αυξητικές τάσεις» κινείται στην ορθή κατεύθυνση. Ως εκ τούτου, μια πολιτική της αποανάπτυξης δεν μπορεί παρά να κινείται σε τέσσερεις άξονες - τον οικονομικό, τον κοινωνικό, την οικολογικό και την συμβολικό - ενώ η προγραμματική της προσέγγιση οφείλει να αναπτύσσεται:
- από την ανάπτυξη στην αποανάπτυξη,
- από την μη βιωσιμότητα στην βιωσιμότητα,
- από την ανισότητα - ανταγωνισμό, στην ισότητα - συνέργεια/αμοιβαιότητα,
- από την εξάρτηση στην αυτονομία.
Μολονότι εσωκλείει ένα υψηλό βαθμό αφαίρεσης, η προσέγγιση αυτού του τύπου διασαφηνίζει ορισμένες θεμελιώδεις πτυχές της προβληματικής. 
Κατά πρώτο λόγο, η διάσταση της ισότητας δεν είναι πλέον επαρκής παρόλο που είναι ακόμη περισσότερο από επίκαιρη ή, καλύτερα, απαραίτητη στο πλαίσιο του καθορισμού της γωνίας ανάγνωσης της ιστορίας. Σε αυτή οφείλουμε να προσθέσουμε τουλάχιστον μία δεύτερη διάσταση, εκείνη της βιωσιμότητας/μη βιωσιμότητας η οποία, με την σειρά της, είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την διάσταση της ανάπτυξης/αποανάπτυξης. Από την άλλη πλευρά, η αποκωδικοποίηση του νοήματος των εναλλακτικών κοινωνικών «σχεδίων» και των κινηματικών διεκδικήσεων - από τις αρχές της βιομηχανικής επανάστασης έως τα σύγχρονα περιβαλλοντικά και φεμινιστικά κινήματα και τις πολυάριθμες και πολυποίκιλες διεκδικήσεις εκείνων που αγωνίζονται, στις διάφορες γωνιές του κόσμου για μια συμμετοχική διαχείριση των συλλογικών αγαθών - επιβάλλει την προσθήκη μιας τέταρτης διάστασης που θα μπορούσε να ταυτιστεί με την αυτονομία του Καστοριάδη. Αυτονομία, σαν «σχέδιο μιας κοινωνίας όπου όλοι οι πολίτες έχουν ίσες ευκαιρίες ουσιαστικής συμμετοχής στην νομοπαρασκευή, στην διακυβέρνηση, στην δωσιδικία και, τέλος, στην συγκρότηση της ίδιας της κοινωνίας» (Καστοριάδης, 2005).
Κατά δεύτερο λόγο, όσο είναι για την Δύση προφανής η ύπαρξη ενός φαύλου κύκλου μεταξύ ανάπτυξης, ανταγωνιστικότητας και εξάρτησης, άλλο τόσο είναι σημαντική η διαπίστωση της τρέχουσας αλληλεξάρτησης μεταξύ αποανάπτυξης, βιωσιμότητας και αυτονομίας. Μια κοινωνία της αποανάπτυξης είναι μία κοινωνία που έχει ήδη μειώσει την κλίμακα και το αποτύπωμα των μεγα-δομών της στην κατεύθυνση μιας ουσιαστικής οικολογικής βιωσιμότητας. Η ολοκλήρωση των βιο-οικονομικών κύκλων είναι δυνατή, στην πραγματικότητα, μόνο στην κλίμακα της τοπικότητας όπου η ποσότητα και ποιότητα της πληροφόρησης είναι η απαιτούμενη και ο έλεγχος γύρω από την βιωσιμότητα των παραγωγικών διαδικασιών είναι ο καλύτερος δυνατός. Το «μικρότερο» δεν συνεπάγεται απαραίτητα και το «καλύτερο» από οικολογικής σκοπιάς. Οι παραγωγικές όμως δομές μικρομεσαίας κλίμακας είναι οι μόνες που επιτρέπουν ένα ικανοποιητικό βαθμό συμμετοχικού ελέγχου της τεχνολογίας και, ως εκ τούτου, οι μοναδικές σε θέση να προχωρήσουν σε επιλογές προς όφελος μιας αυθεντικής οικολογικής βιωσιμότητας.
Από την άλλη πλευρά η αποανάπτυξη συνιστά την αναγκαία προϋπόθεση για την δημιουργία συνθηκών κοινωνικής ισοτιμίας. Όπως έχει ήδη αποδειχτεί, ο αποκλεισμός και η ανισοτιμία συνιστούν γνήσια τέκνα της ανάπτυξης. (Λατούς, 2003, Ριστ 1997). Μόνο μια οικονομία που έχει κατορθώσει να μειώσει την κλίμακα των μηχανισμών της είναι σε θέση να προάξει μια αυτόνομη κοινωνία (Καστοριάδης, 1998, 2005). Μόνο μια τεχνο-επιστήμη που έχει απαρνηθεί την τάση γιγαντισμού της και το όραμα μιας αυτοαναφερόμενης επικυριαρχίας είναι διαχειρήσιμη συλλογικά και συμμετοχικά, σε τοπική κλίμακα, έτσι ώστε να αποτελέσει ένα από τους βασικούς παράγοντες θεμελίωσης μιας αυτόνομης και αρμονικής κοινωνίας. Μόνο μια κοινωνία που θα κατορθώσει να μεταλλάξει το φαντασιακό της, προάγοντας την αυτονομία, είναι ικανή να διαπλάσει πολίτες και θεσμούς σε θέση να επιχειρήσουν τον μετασχηματισμό των οικονομικών διαδικασιών στην κατεύθυνση της αποανάπτυξης. Από αυτή την οπτική γωνία, δεν έχει σημασία αν θα πρέπει να μεταλλαγεί πρώτα το φαντασιακό και έπειτα οι κοινωνικο-οικονομικές δομές: η πρώτη μεταλλαγή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της δεύτερης και αντίστροφα.
Ποιος είναι τώρα ο τύπος των διαδικασιών σε θέση να υποβοηθήσουν την επανισορρόπιση αυτού του τύπου; Ποιες οι χειροπιαστές προτάσεις που μπορούν να τεθούν άμεσα σε εφαρμογή;
Αν ο βασικός χαρακτήρας του καπιταλιστικού συστήματος είναι η ανεξέλεγκτη αυτό-αύξηση και αν το ίδιο επιβαρύνεται με την αποκλειστική ευθύνη των κοινωνικών ανισοτήτων και της καταστροφής της βιοσφαίρας, η άρθρωση μιας πολιτικής της αποανάπτυξης αναγκαιεί τον προσδιορισμό ενός φάσματος διαδικασιών ικανών να αποτρέψουν, σε μια πρώτη φάση, την κατάρρευση του συστήματος και να δημιουργήσουν στην συνέχεια τις προϋποθέσεις της κοινωνικο-οικονομικής και πολιτισμικής μεταλλαγής στην κατεύθυνση της βιωσιμότητας, της δικαιοσύνης και της αυτονομίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.