Τετάρτη 8 Μαΐου 2013

Αποανάπτυξη I

Η διαρκής μεγέθυνση της οικονομικής, κοινωνικής και οικολογικής κρίσης, η αδικία, η ολοσχερής απώλεια προσανατολισμού, η ανασφάλεια και, κύρια, η πιθανότητα κατάρρευσης του ίδιου του οικονομικού συστήματος, ωθούν διαρκώς ευρύτερους κοινωνικούς τομείς να θέτουν επίμονα το ερώτημα γύρω από το προφίλ ενός νέου σχεδίου κοινωνίας.
Ο Σέρζ Λατούς διευκρίνισε σε πάμπολλες περιπτώσεις ότι η αποανάπτυξη είναι πρώτιστα ένα σλόγκαν και ότι η αποδοχή της δεν επιδέχεται πολιτικές συνταγές «με το κλειδί στο χέρι». Η υπέρβαση του ισχύοντος πολιτισμικού μοντέλου και η διάβαση σε μια αυθεντική κοινωνία της αποανάπτυξης - δίκαιης, αυτόνομης και βιώσιμης - προϋποθέτουν την αντιμετώπιση προβληματικών με μέγεθος και πολυπλοκότητα που απαγορεύουν την αποδοχή των όποιων απλουστευμένων και απλοποιημένων συνταγών. Το επείγον της πολλαπλής κρίσης δεν αφήνει περιθώρια παθητικής στάσης ενώπιον των παραπάνω προβληματικών αλλά ούτε την περαιτέρω αναβολή του καθορισμού ενός πολιτικού προγράμματος δράσης. Από την άλλη πλευρά, η θεωρητική αναζήτηση έχει κάνει εκπληκτικά βήματα τα τελευταία χρόνια έτσι ώστε να είναι πρακτικά αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι η οπτική της αποανάπτυξης συνιστά αποκλειστικά και μόνο κριτική στην νεοφιλελεύθερη οικονομία.
Στο πεδίο των χιλιάδων, κακόφωνων, διαφορετικών απόψεων που χαρακτηρίζει την μετα-νεωτερικότητα, «η αποανάπτυξη συγκροτεί ένα συμμετοχικό ορίζοντα νοήματος, μια συνολική ή και ολική συστημική οπτική, που ενσωματώνει και δικτυώνει μερικές από τις σημαντικότερες κινηματικές διεκδικήσεις χειραφέτησης των τελευταίων ετών». Η κατανόηση του επείγοντος της αντιμετώπισης της κρίσης και, ακόμη περισσότερο, ο καθορισμός των στρατηγικών της καθοριστικής της αντιμετώπισης, διαφέρουν σημαντικά. Η δυνατότητα όμως μιας συνθετικής αντίληψης του πολυδιάστατου χαρακτήρα της και η ικανότητα ενόρασης μιας συστημικής δυναμικής, πολύπλοκης όσο και δύσκολα αποκωδικοποιήσιμης - πίσω από την εκπληκτική μεταλλακτικότητα των εκδηλώσεων που την χαρακτηρίζουν - συνιστούν την πραγματική πρόκληση εκείνης της προσέγγισης και οπτικής που ονομάζουμε αποανάπτυξη και της δυνατότητας μεταλλαγής της σε μια γνήσια συμμετοχική πολιτική πρόταση.
Τον βασικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικονομίας αποτελεί η επανεπένδυση μέρους του κέρδους προς όφελος της μεγέθυνσης του διαθέσιμου κεφαλαίου το οποίο, μέσω του τεχνολογικού νεωτερισμού, μεταλλάσσεται σε εργαλείο υλοποίησης περαιτέρω κέρδους. Στον βασικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής οικονομίας οφείλεται η αδιάλειπτη οικονομική μεγέθυνση που χαρακτήρισε τις δυτικές κοινωνίες από την απαρχή της βιομηχανικής επανάστασης σε αντίθεση με τις πρότερες μορφές κοινωνικής και οικονομικής οργάνωσης. Ο αυτό-αυξητικός χαρακτήρας του καπιταλισμού δεν μπορεί να αγνοηθεί.
Παρά την εξύμνηση της υποτιθέμενης αυτορρύθμισης των αγορών, έχει τεθεί σχεδόν στο περιθώριο η ανάδειξη της αυτό-αυξητικής φύσης της διαδικασίας συσσώρευσης η οποία απέκτησε τα χαρακτηριστικά πρόωρης ωρίμανσης στις αρχές του 20ου αιώνα, παράλληλα με την μετάλλαξη της αμερικανικής οικονομίας στον «μονοπωλιακό καπιταλισμό» που περιγράφουν άψογα οι Μπάραν και Σγουίζι (1968). Στην πραγματικότητα, σαν αυτό-αυξητική διαδικασία, η συσσώρευση κεφαλαίου έχει την τάση ώθησης του συστήματος στην κατεύθυνση της συγχώνευσης των παραγωγικών μονάδων σε λίγες αλλά μεγάλες οντότητες. Σήμερα το φαινόμενο της συσσώρευσης κεφαλαίου κατέκτησε την γνησιότερη μορφή του μέσω των διαδικασιών χρηματοπιστωτικής υπερσυγκέντρωσης, σύμφωνα με τις οποίες η παραγωγική αποκέντρωση υποκαθίσταται από την συγκέντρωση της ιδιοκτησίας και του ελέγχου μέσω του εργαλείου της πολυεθνικής επιχείρησης.
Με πρώτο τον Μαρξ, η πλειοψηφία των κλασικών οικονομολόγων είχαν αντιληφθεί έγκαιρα ότι το «κλειστό, αυτοτροφοδοτούμενο, σύστημα» αποτελούσε και τον βασικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού οικονομικού συστήματος. Μοναδικό μέσο μιας άλλης, λιγότερο ιδεολογικής, και περισσότερο εργαλειακής προσέγγισης του φαινόμενου συνιστά η συστημική οπτική. Παρά ταύτα, παρά το γεγονός ότι η συστημική ανάλυση είναι σε θέση να αποκωδικοποιήσει ικανοποιητικά τα αυτό-αυξητικά φαινόμενα αυτού του τύπου, η διαδικασία της συσσώρευσης και της αύξησης του κεφαλαίου αποκτά, από την σκοπιά μας, ένα κεντρικότατο ρόλο στο πλαίσιο της δυναμικής του πλανητικού συστήματος. Και αυτό, τόσο για την αδιαμφισβήτητη δυναμική, διεισδυτικότητα και «διαβρωτικότητα» που την χαρακτηρίζει, όσο και για το γεγονός ότι άλλες, περισσότερο αυτό-καταστροφικές, διαδικασίες - από την οικολογική κρίση έως τον αποκλεισμό και την φτώχεια - συνιστούν άμεσα επακόλουθα της.
Ποια είναι σε τελευταία ανάλυση η βασική αιτία της κρίσης μεταξύ της αυτό-αυξητικής φύσης του καπιταλιστικού συστήματος και της βιοσφαίρας;
Είναι γνωστό ότι οι κλασικές οικονομικές οπτικές, συμπεριλαμβανομένης και της μαρξιστικής, προσδίδουν θετικό χαρακτήρα στην ανάπτυξη. Ίσως γι’αυτό, οι νεοκλασικοί οικονομολόγοι δεν υπέθεσαν ποτέ ότι θα έπρεπε να επιβάλλουν κάποιο όριο: το «περισσότερο», για αυτούς, είναι πάντα και το «καλύτερο». Δίχως αναδρομές σε ανθρωπολογικά όρια, είναι προφανές ότι η προσέγγιση αρθρώθηκε σε μια ιστορική φάση της καπιταλιστικής διαδικασίας κατά την οποία τα εξαιρετικά αποθέματα της βιοσφαίρας πρόβαλλαν σαν ελάχιστη την ζήτηση που καλούνταν να ικανοποιήσουν - πόροι, απορρόφηση αποβλήτων κ.λ.π. Δεν είναι όμως έτσι. Από την εποχή των πρώτων βιο-οικονομικών μελετών του Γκεοργκέσου-Ρόγκεν (2003) διαφάνηκε άμεσα ότι οι οικονομικές διαδικασίες συνιστούν υποσύστημα του βιοφυσικού συστήματος που τις υποστηρίζει και όχι αντίστροφα και, ως εκ τούτου, υπόκεινται σε όρια τόσο βιολογικής όσο και θερμοδυναμικής φύσης. Σαν κύριο αποτέλεσμα των μελετών που ακολούθησαν καταγράφηκε ότι ο κύριος στόχος των οικονομικών διαδικασιών - η απεριόριστη αύξηση της παραγωγής και του κέρδους - έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους βασικούς κανόνες της θερμοδυναμικής και, ως εκ τούτου, οφείλει να επαναπροσδιοριστεί ριζικά. 
Όλη η ιστορία της νεωτερικότητας θα μπορούσε να αναπαρασταθεί σαν την ιστορία μιας κολοσσιαίας μεγέθυνσης και «επέκτασης»: στρατιωτικής, γεωγραφικής, τεχνο-επιστημονικής και, κυρίως, οικονομικής. Πρόκειται για την ιστορία της ανάπτυξης και της σπονδυλικής της στήλης, της οικονομικής ανάπτυξης.
Τα μεταπολεμικά χρόνια κατέγραψαν στιγμές πραγματικής κορύφωσης της παραπάνω ιστορίας. Ήταν τα χρόνια της οικονομικής έκρηξης, της μαζικής παραγωγής και του κευνσιανού συμβολαίου μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Με απαρχή την περίφημη παρέμβαση του Τρούμαν γύρω από την κατάσταση της Ένωσης του 1949, η ανάπτυξη αναδεικνύεται σε σύνθημα και επισκεπτήριο του δυτικού κόσμου απέναντι σε τρίτες χώρες που, όχι τυχαία, χαρακτηρίζονται σαν αναπτυσσόμενες. Με αυτό τον τρόπο η ηγεμονική πολιτική της Δύσης κρύφτηκε πίσω από ένα κολοσσιαίο πρόγραμμα καθολικής χειραφέτησης και όλος ο πλανήτης καλούνταν να την ακολουθήσει στον «θαυμαστό» κόσμο της προόδου και της ανάπτυξης (Ριστ, 1997).
Θα ήταν άστοχο να αγνοηθούν οι εμφανείς βελτιώσεις των υλικών συνθηκών διαβίωσης που κατακτήθηκαν κύρια κατά την περίοδο 1955-75 τουλάχιστον στο πλαίσιο των δυτικών χωρών. Παρά ταύτα, η είσοδος στην δεκαετία του ’80 κατέδειξε ότι η «συνταγή» της ανάπτυξης δεν ήταν δυνατόν να υιοθετηθεί από όλους ενάντια στις καθολικότατα οράματα της Δύσης (Λατούς, 1993).  
Τα διαθέσιμα δεδομένα μιλούν ξεκάθαρα: το εθνικό ακαθάριστο προϊόν της αφρικανικής Ηπείρου παραμένει ακόμη χαμηλότερο του 2% του ακαθάριστου προϊόντος ολόκληρου του πλανήτη. Από την άλλη πλευρά, οι διαφορές εισοδήματος μεταξύ των πιο πλούσιων και των πιο πτωχών διευρύνονται δραματικά: το ετήσιο εισόδημα του 1% των πιο πλούσιων του πλανήτη είναι μεγαλύτερο του 57% των πτωχότερων του - 3,5 δισεκατομμύρια άτομα σύμφωνα με την UNDP το 1999 και το 2002. Η ευημερία και ο πλούτος συνυπάρχουν με μια μυριάδα αποκλεισμένων από το «τραπέζι» της κοινωνίας της κατανάλωσης. Όποιοι και αν είναι οι αριθμοί που σκιαγραφούν αυτή την δραματική πραγματικότητα - 2.737 δισεκατομμύρια άτομα που ζουν με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα και ένα παιδί που πεθαίνει κάθε 3 δευτερόλεπτα - παραμένει το γεγονός ότι η Δύση δεν είναι σε θέση να εξαλείψει την ντροπή της φτώχειας και ότι η ανάπτυξη και η βελτίωση της ποιότητας ζωής των πλουσιότερων δεν αντιστοιχεί σε καμία αυθόρμητη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης των φτωχότερων όπως διαβεβαίωναν οι θεωρητικοί της ανάπτυξης.
Το δράμα του αποκλεισμού δεν αφορά μόνο τις φτωχότερες περιοχές του πλανήτη αλλά προβάλλει και στο εσωτερικό των πλουσιότερων: παρά την οφθαλμοφανή διαφοροποίηση των συνθηκών ένδειας και περιθωριοποίησης, οι επιλεγόμενοι και «νεόπτωχοι» της Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών υπερβαίνουν σήμερα τα 100 εκατομμύρια.
Για ποιο λόγο, λοιπόν, το δυτικό όνειρο προσφοράς διαρκώς καλύτερων συνθηκών διαβίωσης, για όλη την ανθρωπότητα, μοιάζει να εξαϋλώνεται απέναντι στην σκληρή πραγματικότητα της διαρκώς μεγαλύτερης και ευρύτερης ένδειας και περιθωριοποίησης;
Μολονότι η γενική εικόνα της κατάστασης παρουσιάζει μια αυξημένη πολυπλοκότητα και διαφοροποίηση ανάλογα με τις ιστορικο-πολιτικές συνθήκες της κάθε χώρας, η ενδελεχής της ανάλυση αφήνει να διαφανεί τον κοινό παρανομαστή μιας συστημικής δυναμικής: τις αυτό-αυξητικές διαδικασίες της ανάπτυξης και της συσσώρευσης. Οι διαρκώς αυξανόμενες επενδύσεις που πραγματοποιήθηκαν και πραγματοποιούνται στον δυτικό κόσμο, με την είσοδο στην εποχή του εκβιομηχανισμού, αποτέλεσαν την γενεσιουργό αιτία μιας διαρκώς ταχύτερης τεχνολογικής προόδου με συνεχή αύξηση της παραγωγικότητας και διαρκή νεωτερισμό σε επίπεδο προϊόντος. Η δημιουργία μεγάλου περιθωρίου κέρδους επέτρεψε περαιτέρω επενδύσεις και, κατά συνέπεια, επιπλέον αύξηση της παραγωγικότητας και ακόμη ευρύτερο νεωτερισμό σε προϊόν. Δεδομένης δε της ανταγωνιστικής φύσης των αγορών, όποιος δεν κατόρθωσε να ακολουθήσει την τεχνολογική εξέλιξη και το κύμα των νεωτερισμών αντιμετώπισε την ταχεία καταστροφή της παραδοσιακής οικονομίας και ένα βαθύτατο τεχνολογικό χάσμα. Είναι πλέον προφανές ότι το ύψος της σύγχρονης παραγωγικότητας, στις πλέον αναπτυγμένες χώρες, επιτρέπει μόνο σε περιορισμένες μειοψηφίες να προχωρήσουν στην ικανοποίηση των αναγκών προϊόντος των οικονομιών του κόσμου. Οι υπόλοιποι, οι «ναυαγοί της ανάπτυξης», παραμένουν αποκλεισμένοι και προορισμένοι να μαζεύουν τα ψίχουλα που πέφτουν από το πλούσιο τραπέζι του παγκόσμιου καταναλωτισμού.
Φυσικά, πλάι στην δυναμική της αυτό-αύξησης λειτουργούν και διαδικασίες εξισορροπητικής φύσης, μερικής και ελεγχόμενης διάχυσης του πλούτου - «tricle dawn effect». Πλούτος και ευημερία των πλουσιότερων χωρών διαχέονται μερικώς σε μια σειρά περιοχών που διαθέτουν ένα μέσο τεχνολογικό επίπεδο και επεκτείνονται όμορα σε αυτές. Πρόκειται για περιοχές που ωφελούνται από τις επενδύσεις και τα αυξημένα ύψη επένδυσης του «κέντρου». Αν θεωρήσουμε ότι αυτή είναι η κρυφή δυναμική που χάραξε την καμπύλη της ανάπτυξης έως σήμερα, δεν πρέπει να παραξενεύει το γεγονός ότι βρισκόμαστε απέναντι σε μια πολωμένη παγκόσμια οικονομία που υπαγορεύει διαρκώς εντονότερες διαφοροποιήσεις μεταξύ «κέντρου» και «περιφέρειας», με την ανάπτυξη να τροφοδοτεί το δράμα της φτώχειας και του αποκλεισμού αντί να το θεραπεύει (Αμίν, 2002, Βέλλερστάιν 1997, Λατούς 1993).
Αν δε η απουσία προτάσεων θεραπείας των προβληματικών της φτώχειας και της συνύπαρξης τους με το φαινόμενο της συγκέντρωσης του πλούτου σε ολοένα λιγότερα χέρια, αποτελεί χειροπιαστή απόδειξη της κοινωνικής κρίσης των καιρών μας, η ύπαρξη της ανέχειας και της πενίας στο εσωτερικό των πλούσιων χωρών επιβάλλουν να στρέψουμε το βλέμμα αλλού, σε άλλη κατεύθυνση, σε αναζήτηση μιας κοινής ερμηνευτικής μήτρας.

συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.