Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Μελέτη πολιτικών εμπειριών (μέρος πέμπτο)

Από την πλευρά του, ο Μιτεράν γνωρίζει ότι οφείλει να διευρύνει, τόσο τη βάση των ενεργών μελών του κόμματος, στο οποίο κατόρθωσε να κυριαρχήσει χάρη σε μια περιστασιακή συμμαχία, όσο και την εκλογική του βάση. Έτσι, αφού πυροδότησε την πλήρη ρήξη με το σαρακοφαγωμένο κι ετοιμόρροπο οικοδόμημα της SFIO, η οποία υπέστη μια ιστορική εκλογική ήττα στις προεδρικές εκλογές του 1969 (5% των ψήφων), προσπαθεί να προσεγγίσει τα καινούρια μισθωτά στρώματα της μεσαίας τάξης τα οποία γνωρίζουν τότε μεγάλη άνθηση. Για να το κατορθώσει, υιοθετεί ένα μέρος από την κληρονομιά του Μάη του 1968, ιδίως στους τομείς της φιλελευθεροποίησης των ηθών και του πολιτισμού. Σε αυτό το πεδίο, διευκολύνεται από το γεγονός ότι το ΚΚΓ επιστρέφει σταδιακά σε μια εργατίστικη ρητορεία καθώς ανησυχεί επειδή η ενωτική δυναμική ωφελεί εκλογικά περισσότερο τον εταίρο του και λιγότερο το ίδιο. Η απόκλιση γίνεται εμφανής το 1977 με τη διάλυση του κοινού προγράμματος. Στο εξής, οι δύο παρατάξεις της Αριστεράς βρίσκονται αντιμέτωπες.
Ωστόσο, τέσσερα χρόνια αργότερα, ο Μιτεράν εκλέγεται πρόεδρος της Δημοκρατίας. Υποσχέθηκε τη « ρήξη με τον καπιταλισμό » και, για να την επιτύχει, « μια στέρεη ταξική συμμαχία » [16], η οποία εξάλλου πραγματοποιείται στις κάλπες στις 10 Μαΐου του 1981. Συνεπώς, μήπως θα πρέπει να ερμηνευθεί η « στροφή της λιτότητας » που επιχειρείται το 1983 (πάγωμα μισθών, μαζικές αναδιαρθρώσεις στη βιομηχανία) ως μια από τις άπειρες προδοσίες των πολιτικών εκπροσώπων των μεσαίων τάξεων απέναντι στους εργάτες σύμμαχούς τους ; Αυτή η αντίληψη για τα πράγματα, η οποία μπορεί να αντλήσει επιχειρήματα από την κοινωνική περιχαράκωση της ηγετικής ομάδας των σοσιαλιστών, τείνει να παραγνωρίζει το διεθνές και το ιδεολογικό περιβάλλον που δημιουργήθηκε από το συντηρητικό κύμα : λίγο καιρό πριν, στις ΗΠΑ και στη Μεγάλη Βρετανία εξελέγησαν ο Ρόναλντ Ρίγκαν και η Μάργκαρετ Θάτσερ. Οι « νέοι φιλόσοφοι » κυριαρχούν στη γαλλική διανόηση. Ωστόσο, ήδη από το 1982, τα διευθυντικά στελέχη του δημόσιου τομέα [17] αποκτούν ρόλο καθοριστικής σημασίας στη διαμόρφωση της στρατηγικής των σοσιαλιστών, ενώ οι κυβερνώντες δεν αντιμετωπίζουν σοβαρές πιέσεις από την πλευρά των συνδικάτων ή των λαϊκών κινητοποιήσεων. Από εκείνη τη στιγμή, τα πάντα συμβαίνουν σάμπως οι σοσιαλιστές που βρίσκονται στην εξουσία να ανατινάζουν τη γέφυρα που αποτελούσε το κόμμα ανάμεσα στην κοινωνία και στο κράτος, και να περιχαρακώνονται μέσα στο φρούριο του κράτους που περιβάλλεται από βαθιά τάφρο, « αφήνοντας στους –πραγματικούς ή στους δυνητικούς- συμμάχους τους περιορισμένες δυνατότητες επιλογών : την πολιορκία του φρουρίου ή την υποχώρηση [18] ». Κάτω από αυτές τις συνθήκες, η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία η οποία κυριαρχούσε σε όλον τον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο καθιστούσε πιθανό το γεγονός ότι οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε η νέα κυβέρνηση θα ερμηνεύονταν ως συνέπεια της ακαταλληλότητας της σοσιαλιστικής θεωρίας να αντιμετωπίσει τις πραγματικότητες του καινούριου κόσμου που είχε εντωμεταξύ διαμορφωθεί.
Παρόλη τη διαφορετικότητα των εκάστοτε καταστάσεων, τα εμπόδια στα οποία προσκρούει η συμμαχία των λαϊκών τάξεων και των μεσαίων τάξεων εξακολουθούν να είναι τα ίδια. Ο φόβος που προκαλούν στις μεσαίες τάξεις ορισμένα προγράμματα που θεωρούνται υπερβολικά ριζοσπαστικά (για παράδειγμα εκείνα που ενδέχεται να απειλήσουν την ιδιοκτησία ή την αξία των αποταμιεύσεων) φαίνεται να αποτελεί μια αμετάβλητη σταθερά. Ωστόσο, κυρίως σε περιόδους οξύτατης κρίσης, ο φόβος του κοινωνικού ξεπεσμού και της ταξικής υποβάθμισης, την οποία το υπάρχον σύστημα αδυνατεί να εμποδίσει (όταν δεν είναι αυτό το ίδιο ο άμεσος αρχιτέκτονάς της) ευνοεί συμμαχίες και συναντήσεις γύρω από στόχους « κοινής σωτηρίας ». ¨
Συνεπώς, η μελέτη των εμπειριών του παρελθόντος, αντί να καταλήγει σε ένα μάθημα αποθαρρυντικού ρεαλισμού, μας προσφέρει έναν αριθμό κλειδιών ο οποίος μας επιτρέπει να καθορίσουμε τις προϋποθέσεις της επιτυχίας μιας παρόμοιας συμμαχίας. Οι προϋποθέσεις αυτές μπορεί να είναι κοινωνικές (σχετικά κοινά οικονομικά συμφέροντα) ή πολιτικές (επιθυμία της πλειοψηφίας του λαού να εκδιωχθεί η Δεξιά από την εξουσία). Κατά παράδοξο τρόπο, το βάθεμα των ανισοτήτων, το πλήρες μπλοκάρισμα των μηχανισμών της κοινωνικής ανόδου και ο ολοένα περισσότερο μειοψηφικός χαρακτήρας των ελίτ που ελέγχουν τα κράτη χωρίς να ενδιαφέρονται για την μοίρα των λαών, μπορούν να ευνοήσουν την ανάδυση κοινών συμφερόντων την οποία τόσο συχνά η Ιστορία έχει υπονομεύσει ως σήμερα.
---------------------------------------------------------
[16] « Projet socialiste pour la France des années ’80 », Club socialiste du livre, Παρίσι, 1981, σελ. 368.
[17] ΣτΜ : Τα στελέχη του εκτεταμένου -και γενικά αποτελεσματικού- γαλλικού δημόσιου τομέα προέρχονται από τις περιζήτητες και με μεγάλο κύρος « μεγάλες σχολές », προάγονται με μάλλον αναξιοκρατικό τρόπο και συχνά μεταπηδούν στην πολιτική σκηνή.
[18] Steven C. Lewis και Srenella Sferza στο (υπό τη διεύθυνση των) Stanley Hoffman και George Ross, « L’Expérience Mitterand. Continuité et changement dans la France contemporaine, Presse Universitaires de France, Παρίσι, 1988, σελ. 148.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.