Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2013

Μελέτη πολιτικών εμπειριών (μέρος τέταρτο)

Με εξαίρεση τα μέτρα που υιοθετήθηκαν μέσα στην εξαιρετική συγκυρία της Απελευθέρωσης [11], θα πρέπει να περιμένουμε τις « κόκκινες » δεκαετίες του 1960 και του 1970 για να τεθεί και πάλι το ζήτημα της συμμαχίας ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και στις μεσαίες τάξεις. Δύο εμβληματικές περιπτώσεις μας δίνουν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των δυσκολιών που ανακύπτουν μόλις αυτή η συμμαχία επιτύχει τους βραχυπρόθεσμους εκλογικούς στόχους της : η εκλογή του Σαλβαντόρ Αλιέντε στη Χιλή το 1970 και η εκλογή του Φρανσουά Μιτεράν στη Γαλλία το 1981.
Μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1960, οι μεσαίες τάξεις της Χιλής εκπροσωπούνται κατά κύριο λόγο από τους Χριστιανοδημοκράτες (DC). Όμως, η αριστερή τους πτέρυγα συμμαχεί με τους Ριζοσπάστες και τα εργατικά κόμματα (Σοσιαλιστικό και Κομμουνιστικό) και στηρίζει την υποψηφιότητα του Αλιέντε στις προεδρικές εκλογές του 1970. Ο Αλιέντε εκλέγεται με ποσοστό μόλις 36,7% και διαφορά μόνο 40.000 ψήφων από τον υποψήφιο της Δεξιάς Χόρχε Αλεσάντρι (ο υποψήφιος της Χριστιανοδημοκρατίας λαμβάνει περίπου 28%). Ο Αλιέντε είναι οπαδός μιας επανάστασης η οποία θα σεβαστεί τη νομιμότητα και τους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας. Η κυβέρνηση της Λαϊκής Ένωσης (UP) αρχίζει αμέσως να υλοποιεί ένα πρόγραμμα ρήξης με τον καπιταλισμό : εθνικοποίηση των ορυχείων χαλκού (του κυριότερου πλουτοπαραγωγικού πόρου της χώρας) χωρίς καταβολή αποζημίωσης στις αμερικανικές πολυεθνικές εταιρίες, επιτάχυνση της αγροτικής μεταρρύθμισης, έλεγχος από το κράτος των μεγάλων τραπεζών, της χαρτοβιομηχανίας, της υφαντουργίας, των ανθρακωρυχείων, της χαλυβουργίας, κλπ. `
Όμως, η UP βρίσκεται αντιμέτωπη με πολλά εμπόδια : η αντιπολίτευση εξακολουθεί να διαθέτει την πλειοψηφία στα δύο Σώματα του Κοινοβουλίου, η ριζοσπαστική αριστερά κατηγορεί την κυβέρνηση για ρεφορμιστική στάση, οι Ηνωμένες Πολιτείες εργάζονται για την ανατροπή του Αλιέντε… Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση κατορθώνει να διευρύνει την εκλογική της βάση και συγκεντρώνει σχεδόν το 44% των ψήφων στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν τον Μάρτιο του 1973, χωρίς ωστόσο και να αποκτήσει την πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο. Κατά τη διάρκεια της τριετούς διακυβέρνησης της χώρας από τον Αλιέντε, εκτός από την υποστήριξή του από τους εργάτες, σημαντικό ρόλο έπαιξε και η στήριξη που του παρείχε σημαντικό τμήμα των δημόσιων υπαλλήλων, των μικροβιοτεχνών και των τεχνιτών αλλά και των ελεύθερων επαγγελματιών. Όπως διηγείται ο Χιλιανός κομμουνιστής Χοσέ Καντερματόρι Ινβερνίτζι (βουλευτής και Υπουργός Οικονομίας το 1973), η στήριξή ήταν τόσο σημαντική ώστε ο στόχος που επιδίωκαν οι αντίπαλοί του ήταν « να στρέψουν τις μεσαίες τάξεις εναντίον της Λαϊκής Ένωσης [12] ». Η αυξανόμενη κοινωνική αναταραχή και ο πληθωρισμός που αποσταθεροποιεί την οικονομία έχουν ως αποτέλεσμα τη διάβρωση της στήριξης που απολαμβάνει η κυβέρνηση, ιδιαίτερα στην περίπτωση ορισμένων δημοσίων υπαλλήλων και μικροεπιχειρηματιών. Για να κεφαλαιοποιήσει τη δυσαρέσκεια, η DC απαιτεί τη διεξαγωγή νέων εκλογών. Επιχειρεί –ανεπιτυχώς- να καθαιρέσει τον πρόεδρο, ανοίγοντας με αυτόν τον τρόπο τον δρόμο για το στρατιωτικό πραξικόπημα. Στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973, ο στρατηγός Αουγκούστο Πινοσέτ ανατρέπει την κυβέρνηση, θέτοντας ένα τέλος στο πείραμα ειρηνικής επανάστασης. Αντίθετα με τις ελπίδες της DC, θα εγκατασταθεί μόνιμα στην εξουσία, με την υποστήριξη της μεγαλοαστικής τάξης και των ΗΠΑ.
Ορισμένοι, όπως ο Κάρλος Αλταμιράνο, γενικός γραμματέας του Χιλιανού Σοσιαλιστικού Κόμματος, θεώρησαν ότι η ήττα της UP αποδεικνύει τον συντηρητισμό των μεσαίων τάξεων. Όπως γράφει, « αντί να ενισχύουμε τον εγωισμό τους και να ικανοποιούμε τις υλικές διεκδικήσεις τους (αγοραστική δύναμη, επιτόκια, φόροι, κοινωνική ασφάλιση, μισθοί, πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση…) », θα έπρεπε « να τις ενσωματώσουμε σε ένα μεγάλο πρόγραμμα το οποίο θα αποσκοπεί στην αλλαγή της ζωής » και να τις υποτάξουμε σε μια « υπαρκτή κι αποτελεσματική εξουσία », γιατί « η μικροαστική τάξη τρέφει πάνω απ’ όλα μεγάλη εκτίμηση στην επίδειξη πυγμής, στην εμπέδωση της τάξης και στην πειθαρχία » [13].
Παρόμοια ανάλυση, η οποία στηρίζεται στο αξίωμα ότι οι μεσαίες τάξεις είναι οριστικά κι αμετάκλητα προσκολλημένες στην καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, εγκυμονεί τον κίνδυνο να μας οδηγήσει σε έναν κοινωνιολογικό ντετερμινισμό. Η Ιστορία αποδεικνύει ότι, όπως συνέβη και στην περίπτωση του 1789, ορισμένες κοινωνικές ομάδες τις οποίες δεν θεωρούμε θετικά προσκείμενες ως προς την κοινωνική αλλαγή μπορούν, κάτω από ορισμένες περιστάσεις, να μεταμορφωθούν σε κινητήριες δυνάμεις της αλλαγής. Όπως εξάλλου μπορεί να συμβεί και το αντίθετο : οι λαϊκές τάξεις, αντί να έχουν επαναστατικό χαρακτήρα απλά και μόνο λόγω της θέσης τους στην κοινωνία, μπορούν να μετατραπούν σε κοινωνική βάση του κόμματος της « τάξης και της ασφάλειας ». Έτσι, τα γεγονότα του Μάη του 1968 χαρακτηρίζονται, αφενός από τη συναδέλφωση φοιτητών και εργατών [14], αλλά και, αφετέρου, από τη σημαντική απόκλιση ανάμεσα στις προσδοκίες ενός τμήματος των φοιτητών της μικροαστικής τάξης και των απεργών εργατών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η 17η Μαΐου : η πορεία των φοιτητών που ήρθε να ενωθεί με τους απεργούς της Renault στο εργοστάσιο της Μπιγιανκούρ αναγκάζεται να επιστρέψει άπρακτη καθώς βρήκε τις πόρτες του εργοστασίου κλειστές.
Καθώς οι μεσαίες τάξεις δεν είναι πάντα συντηρητικές, όπως εξάλλου και το προλεταριάτο δεν είναι υποχρεωτικά προοδευτικό, κάτω από ποιες προϋποθέσεις ένα πρόγραμμα για τη ριζοσπαστική αλλαγή της κοινωνίας θα μπορούσε να συνενώσει τις δύο κοινωνικές ομάδες οι οποίες, ναι μεν διαθέτουν την αριθμητική πλειοψηφία, αλλά των οποίων τα συμφέροντα ενδέχεται να αποκλίνουν ; Αυτή τη δυσκολία επιχείρησε να ξεπεράσει το κοινό κυβερνητικό πρόγραμμα της γαλλικής Αριστεράς που συντάχθηκε το 1972. Μέσα σε μια συγκυρία της οποίας το κύριο χαρακτηριστικό συνίσταται στη ραγδαία αύξηση του προσωπικού της εκπαίδευσης και των ενδιάμεσων επαγγελμάτων του δημόσιου τομέα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) που δημιουργήθηκε από το συνέδριο του Επινέ το 1971 [15] προτείνει την ενότητα δράσης με το Κομμουνιστικό Κόμμα της Γαλλίας (PCF). Το τελευταίο, ενθαρρυμένο από τις επιτυχίες των Ιταλών συντρόφων του, αρχίζει να ενδιαφέρεται και πάλι για την τύχη των μεσαίων τάξεων.
-----------------------------------------------------------------
[11] ΣτΜ : Καθώς οι ανταρτικές ομάδες της Γαλλικής Αντίστασης στις οποίες κυρίαρχο ρόλο είχε το ΚΚΓ διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην απελευθέρωση και διοίκηση πολλών περιοχών της χώρας (μάλιστα, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου εκτελέστηκε μεγάλος αριθμός δωσιλόγων), οι πρώτες μεταπολεμικές κυβερνήσεις εφάρμοσαν πλήθος ριζοσπαστικών κοινωνικών μέτρων που είχαν συμφωνηθεί στο Εθνικό Συμβούλιο της Αντίστασης. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, σήμερα οι Γάλλοι νεοφιλελεύθεροι έχουν ως σύνθημα « Να ξεμπερδεύουμε με την Απελευθέρωση », ακριβώς όπως οι Έλληνες ομόλογοί τους ζητούν « να ξεμπερδεύουμε με την Μεταπολίτευση ».
[12] José Cadermatori Invernizzi, « Programme, succès et obstacles pendant l’Unité Populaire », στο Patricio Arenas, Rosa Gutierez και Oscar Valespir (υπό τη διεύθυνση του), Salvador Allende, « Un monde possible », Syllepse, Παρίσι, 2004, σελ. 41.
[13] Carlos Altamirano, « Chili : les raisons d’une défaite », Flammarion, συλλογή « La Rose au poing », Παρίσι, 1979, σελ 67-68.
[14] Kristin Ross, « Mai 68 et ses vies ultérieures », Agone – Le Monde diplomatique, Μασσαλία-Παρίσι, 2010.
[15] ΣτΜ : Μετά την εκλογική της συντριβή το 1969, η SFIO είχε ήδη δρομολογήσει την μετεξέλιξή της σε Νέο Σοσιαλιστικό Κόμμα. Στο Σοσιαλιστικό Κόμμα που προέκυψε στο Επινέ (εργατικά προάστια βόρεια του Παρισιού) προσχώρησε η –μικρή- Ένωση Δημοκρατικών Θεσμών (CIR) του Μιτεράν και κεντροαριστεροί Χριστιανοί από το χώρο της συνδικαλιστικής CFDT. Ο Μιτεράν εξελέγη γραμματέας του νέου κόμματος.

συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.